Articles by "ΑΔΕΙΑ"

Α ΑΔΕΙΑ ΑΔΕΙΑ ΑΙΜΟΚΑΘΑΡΣΗΣ ΑΔΕΙΑ ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΑΔΕΙΑ ΑΝΕΥ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΑΔΕΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΥΓΓΕΝΟΥΣ ΑΔΕΙΑ ΜΟΝΟΓΟΝΕΪΚΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΑΔΕΙΑ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΑΔΕΙΑ ΩΡΟΜΙΣΘΙΩΝ ΑΔΕΙΑ AIDS ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΝΑΠΑΥΣΗ ΑΝΕΡΓΙΑ ΑΝΗΛΙΚΟΙ ΑΠΕΡΓΙΑ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΣΗ ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ ΑΡΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΑΥΤΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΦΙΣΑ ΒΙΒΛΙΟ ΑΔΕΙΩΝ ΒΙΝΤΕΟ ΒΛΑΠΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ Γ ΓΑΜΟΣ ΓΑΜΟΣ ΑΔΕΙΑ ΓΑΜΟΣ ΕΠΙΔΟΜΑ ΓΕΝΗΣΗ ΓΕΝΗΣΗ ΑΔΕΙΑ ΓΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ ΔΩΡΟ ΔΩΡΟ ΠΑΣΧΑ ΔΩΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΔΩΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΩΝ Ε.Γ.Σ.Σ.Ε ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΙΔΙΚΗ ΓΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΕΚΛΟΓΕΣ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΔΕΙΑΣ ΕΠΙΔΟΜΑ ΟΑΕΔ ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΛΑΜΙΑΣ ΕΡΓΟΣΗΜΟ ΙΚΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΛΑΡΚΟ ΜΕΡΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ ΟΑΕΔ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΑ ΣΩΜΑΤΕΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ ΠΑΜΕ ΣΠΟΥΔΑΣΤΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΙ ΣΩΜΑΤΕΙΑ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ ΤΟΠΙΚΑ ΝΕΑ ΥΓΙΕΙΝΗ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΧΙΟΥΜΟΡΙΣΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ONLINE
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΔΕΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

1. Είμαι εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα. Πότε είμαι δικαιούχος κανονικής άδειας;
Δικαιούσαι να λάβεις κανονική άδεια με αποδοχές, από την έναρξη της απασχόλησής σου στην επιχείρηση. 

2. Ποιος αποφασίζει για τη χορήγηση της κανονικής άδειας;
Ο χρόνος που ο εργαζόμενος θα λάβει την κανονική άδειά του καθορίζεται με συμφωνία μεταξύ αυτού και του εργοδότη. Αν ο μισθωτός ζητήσει την άδεια του, τότε ο εργοδότης υποχρεούται να του τη δώσει υποχρεωτικά εντός δύο μηνών 

3. Ποιες μέρες υπολογίζονται στην κανονική άδεια;
Στην κανονική άδεια υπολογίζονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες. Δεν συμπεριλαμβάνονται οι Κυριακές, και οι αργίες. Δεν μπορούν να συμψηφιστούν ημέρες αποχής του μισθωτού από την εργασία του λόγω βραχείας διάρκειας ασθένειας, στράτευσης, απεργίας, ανωτέρας βίας. Επίσης στις ημέρες κανονικής άδειας δεν μπορούν να συμψηφιστούν οι ημέρες ειδικών αδειών που προβλέπονται για τους μισθωτούς. (π.χ. άδεια γάμου ή κυήσεως κλπ). Για τους εργαζόμενους με πενθήμερο δεν περιλαμβάνεται στον αριθμό ημερών αδείας, οι ημέρες της εβδομαδιαίας ανάπαυσης (ρεπό) 

4. Πότε πρέπει να χορηγείται η κανονική άδεια;
Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγεί σε όλους τους εργαζόμενους την άδεια μέχρι τη λήξη του ημερολογιακού έτους, έστω και αν αυτοί δεν την ζήτησαν.  Μεταφορά άδειας στο επόμενο έτος δεν επιτρέπεται. Οι μισές άδειες πρέπει να δίνονται στο διάστημα από 1ης Μαΐου έως 30ής Σεπτεμβρίου.

5. Επιτρέπεται η τμηματική χορήγηση της κανονικής άδειας;
Επιτρέπεται κατ΄ εξαίρεση η κατάτμηση του χρόνου της κανονικής άδειας σε δύο περιόδους, λόγω σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης, εκ των οποίων η πρώτη θα διαρκεί τουλάχιστον (6) ημέρες.
Η  άδεια μπορεί να δοθεί και σε περισσότερες των δύο περιόδων εκ των οποίων η μία να διαρκεί τουλάχιστον  10  ημέρες για την πενθήμερη εργασία ή 12 ημέρες για την εξαήμερη εργασία, μετά από αίτημα του εργαζόμενου προς τον εργοδότη.
Για την κατάτμηση της άδειας δεν απαιτείται έγκριση του ΣΕΠΕ
Σε  περιπτώσεις επιχειρήσεων που απασχολούν τακτικό και εποχικό προσωπικό και παρουσιάζουν ιδιαίτερη σώρευση εργασίας που οφείλεται στο είδος ή στο αντικείμενο εργασιών τους, σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο του έτους, για το τακτικό προσωπικό, ο εργοδότης δύναται να χορηγεί το τμήμα της αδείας των 10 εργασίμων ημερών επί πενθημέρου ή 12 επί εξαημέρου, οποτεδήποτε εντός του ημερολογιακού έτους.

6. Πόσες μέρες άδειας δικαιούμαι;
Για το 1ο και 2ο ημερολογιακό έτος, η άδεια υπολογίζεται αναλογικά με τους μήνες εργασίας.
Η αναλογία αυτή είναι 1,66 ημέρες άδειας/μήνα εργασίας  επί πενθημέρου  και 2 ημέρες άδειας/μήνα εργασίας επί εξαημέρου για το 1ο έτος.  Για το 2ο έτος και μετά τη συμπλήρωση  12 μηνών από την ημερομηνία πρόσληψης, η αναλογία είναι 1,75  ημέρες άδειας/μήνα εργασίας επί πενθημέρου και 2,08  ημέρες άδειας/μήνα εργασίας  επί εξαημέρου. Κατά το 3ο  ημερολογιακό έτος,  καθώς και τα επόμενα, ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ολόκληρη την κανονική άδειά του και σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο του έτους αυτού. Η άδεια αυτή, υπολογίζεται στις  22 ημέρες επί πενθημέρου και τις 26 επί εξαημέρου, με τη συμπλήρωση των 24 μηνών από την πρόσληψη  εντός του 3ου  αυτού ημερολογιακού έτους.


7. Ποιος είναι ο ανώτατος αριθμός ημερών κανονικής άδειας;

Εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει 10 χρόνια στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία 12 ετών σε οποιοδήποτε εργοδότη, δικαιούνται άδεια 30 εργάσιμων ημερών, επί εξαημέρου ή 25 εργασίμων ημερών, επί πενθημέρου. Όσοι έχουν συμπληρώσει 25 χρόνια υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας δικαιούνται 26 ημέρες επί πενθημέρου και 30 ημέρες άδεια επί εξαημέρου. 


8. Δικαιούμαι αποδοχές κατά το διάστημα της άδειας;
Ναι, ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της άδειας του δικαιούται τις αποδοχές που θα έπαιρνε αν εργαζόταν.  Επίσης δικαιούται επίδομα αδείας, το οποίο είναι ίσο με τις αποδοχές των ημερών αδείας, με ανώτατο όριο το μισό μισθό για τους αμειβομένους με μισθό,  ή 13 ημερομίσθια για τους αμειβομένους με ημερομίσθιο.

9.  Πότε καταβάλλονται οι αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας;
Οι αποδοχές και το επίδομα άδειας προκαταβάλλονται στον εργαζόμενο  κατά την ημέρα έναρξης της άδειας του.
Ο μισθωτός που δεν έλαβε την άδειά του από πταίσμα του εργοδότη δικαιούται, ευθύς μόλις λήξει το ημερολογιακό έτος εντός του οποίου έπρεπε να την είχε πάρει, τις αποδοχές της άδειας του αυξημένες κατά 100% . Το επίδομα άδειας δεν διπλασιάζεται.

10.  Η εργασιακή σχέση έληξε πριν την λήξη του έτους.  Τι προβλέπεται για την άδεια και το επίδομα άδειας;
Σε περίπτωση λύσης της εργασιακής σχέσης με οποιονδήποτε τρόπο και εφόσον δεν έχει ληφθεί η κανονική άδεια, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί άδεια.  Επίσης, δικαιούται και το  επίδομα αδείας, με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων, ανάλογα εάν αμείβονται με μισθό, ή ημερομίσθιο.

11. Επιτρέπεται ο συμψηφισμός των αποδοχών άδειας και του επιδόματος άδειας με καταβαλλόμενες  αποδοχές ανώτερες των νομίμων;  
Όχι δεν επιτρέπεται. Οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου για  συμψηφισμό με τυχόν υπέρτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές προς τις οφειλόμενες αποδοχές και το επίδομα αδείας, είναι άκυρη

12. Εργαζόμενος, αρρώστησε κατά τη διάρκεια της άδειας του. Τι ισχύει στη περίπτωση αυτή;
Εργαζόμενος που αρρώστησε, ενώ κάνει χρήση της κανονικής του άδειας , μπορεί  να διεκδικήσει  το διάστημα της ασθένειας του,  ως κανονική άδεια αργότερα.

13. Μπορεί να γίνει απόλυση εργαζόμενου που βρίσκεται σε κανονική άδεια;
Όχι αυτό απαγορεύεται

14. Μπορώ να απασχοληθώ σε άλλο εργοδότη κατά τη διάρκεια της άδειας μου;
Όχι αυτό δεν επιτρέπεται

15. Εργάζομαι με σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης. Πως υπολογίζονται οι ημέρες άδειας;
 Οι ημέρες άδειας στην εκ περιτροπής εργασία είναι συνάρτηση του αριθμού ημερών που παρέχεται εργασία και της υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας του εργαζόμενου.
Για τον υπολογισμό των ημερών άδειας, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τους παρακάτω συντελεστές:
0,08 (24:300) Χ ημέρες εργασίας, για το 1ο έτος
0,083333 (25:300) Χ ημέρες εργασίας, για το 2ο έτος
0,086667 (26:300) Χ ημέρες εργασίας, για το 3ο μέχρι και 10ο έτος
0,1 (30:300) Χ ημέρες εργασίας, για 10 χρόνια στον ίδιο εργοδότη ή 12 συνολικά
0,103333 (31:300) Χ ημέρες εργασίας, για 25 χρόνια υπηρεσίας συνολικά 

16. Πως υπολογίζεται η άδεια σε μικτό σύστημα απασχόλησης; (πλήρες και εκ περιτροπής)
Θα πρέπει να γίνουν δύο ξεχωριστοί υπολογισμοί, ένας για το διάστημα της πλήρους απασχόλησης και ένας για το διάστημα της εκ περιτροπής απασχόλησης. 

17. Ποια στοιχεία πρέπει να τηρεί η επιχείρηση για τις άδειες των μισθωτών;
Ο εργοδότης οφείλει να τηρεί το ειδικό βιβλίο αδειών, το οποίο μπορεί να είναι και σε μορφή μηχανογραφημένων σελίδων. Το βιβλίο θα πρέπει να βρίσκεται στην επιχείρηση και να τίθεται στη διάθεση των ελεγκτικών οργάνων.
Υποχρεούται επίσης ο εργοδότης, να γνωστοποιεί ηλεκτρονικά στον πληροφοριακό σύστημα "ΕΡΓΑΝΗ", εντός του Ιανουαρίου, τα στοιχεία των εργαζομένων που πήραν την ετήσια άδεια και το επίδομα αδείας κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.








Η άδεια άνευ αποδοχών δεν προβλέπεται από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας αλλά στηρίζεται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων σύμφωνα με το άρθρο 361 ΑΚ.
Η χορήγηση αδείας άνευ αποδοχών γίνεται έπειτα από συμφωνία των μερών εργοδότη – εργαζόμενου. Η άδεια αυτή αποτελεί συμβατική αναστολή της εργασιακής σύμβασης, κατά τη διάρκεια της οποίας ούτε ο μισθωτός παρέχει υπηρεσίες, ούτε ο εργοδότης καταβάλλει αποδοχές ούτε ασφαλιστικές εισφορές. Μετά τη λήξη της αδείας, ο εργαζόμενος υποχρεώνεται να προσφέρει και πάλι τις υπηρεσίες του, ο δε εργοδότης να τις αποδεχτεί. Σε περίπτωση σύμβασης ορισμένου χρόνου η χορήγηση της άδειας αυτής μπορεί να θεωρηθεί ότι επιφέρει αναστολή λήξης της σύμβασης για ίσο χρόνο προς το χρονικό διάστημα της άδειας.
Κατά συνέπεια η άδεια αυτή δεν είναι δυνατόν να χορηγηθεί υποχρεωτικά από τον εργοδότη (ΑΠ751/1987) και η μονομερής χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών ισοδυναμεί με άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών του μισθωτού με αποτέλεσμα την υπερημερία του εργοδότη.
Δεν υπάρχει διάταξη που να καθορίζει τον αριθμό των ημερών αδείας άνευ αποδοχών, ενώ δεν υπάρχουν ιδιαίτερες διατυπώσεις για την χορήγηση της άδειας αυτής, αλλά θα πρέπει να αποδεικνύεται με στοιχεία όπως αίτηση εργαζομένων, έγκριση του εργοδότη ή έγγραφη συμφωνία για τη χορήγηση της άδειας κ.λ.π.
Η μη καταβολή των αποδοχών στον εργαζόμενο κατά τη διάρκεια της άδειας αυτής, προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου του 648 ΑΚ σύμφωνα με την οποία ο μισθός αντιστοιχεί σε πραγματική εργασία.
Δεδομένου ότι η άδεια άνευ αποδοχών αποτελεί αναστολή της εργασιακής σχέσης, καθώς ο εργασιακός δεσμός μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου δεν διακόπτεται(σχέση εργασίας ενεργή), ο χρόνος άδειας άνευ αποδοχών θεωρείται ως χρόνος υπηρεσίας και συνεπώς υπολογίζεται για τον καθορισμό των δικαιωμάτων του μισθωτού που σχετίζονται με την προϋπηρεσία , καθώς και το ποσό της αποζημίωσης λόγω απόλυσης((ΑΠ1534/1986, ΑΠ751/1987).
Κατά τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, είθισται ο εργοδότης να γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές υπηρεσίες (ΣΕΠΕ, ΙΚΑ κ.λ.π) την χορήγηση-συμφωνία της άδειας άνευ αποδοχών, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα , και αυτό για να διευκολυνθεί ο ουσιαστικός έλεγχος των οργάνων των υπηρεσιών.
Η ενημέρωση αυτή δεν προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία, αντικειμενικό σκοπό έχει τον αποτελεσματικότερο, συνεπή και αδιάβλητο έλεγχο σχετικά με την εφαρμογή της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας.
Όσο αφορά το ΣΕΠΕ, κατά τους ελέγχους που διενεργεί και την έρευνα που διεξάγει προς διαπίστωση της τήρησης και εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας λαμβάνει υπόψη και κάθε είδους έγγραφα και στοιχεία που τηρεί η επιχείρηση σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν.3996/2011.
Για το ζήτημα αν ο μισθωτός που έλαβε άδεια άνευ αποδοχών δικαιούται να λάβει και κανονική άδεια σημειώνουμε ότι, κατά την κρατούσα άποψη, οι μισθωτοί που έλαβαν άδεια άνευ αποδοχών, δικαιούνται να λάβουν και κανονική άδεια- Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ 557/63, με την οποία συμφωνεί και το Υπ. Εργασίας με το αριθ.1332/86 έγγραφό του.
Αυτό προκύπτει από τις διατάξεις του Α.Ν 539/45 και τον σκοπό που αποβλέπουν οι διατάξεις περί άδειας αναψυχής των μισθωτών, που είναι η ανάπαυση του μισθωτού με αυξημένα οικονομικά μέσα(αποδοχές και επίδομα αδείας προς αναπλήρωση των σωματικών και πνευματικών του δυνάμεων που απώλεσε κατά την εργασία του.
Εν προκειμένω με την συμφωνία χορήγησης άδειας άνευ αποδοχών, τεκμηριώνεται η θέληση του εργοδότη να αναγνωρίσει τον χρόνο της άδειας χωρίς αποδοχές ως χρόνο πραγματικής υπηρεσίας του μισθωτού ενώ ο μισθωτός που έλαβε άδεια άνευ αποδοχών είναι δυνατό να έχει αναλώσει περισσότερες πνευματικές ή ψυχικές δυνάμεις κατά τον χρόνο αυτής, και συνεπώς επανερχόμενος από την άδεια αυτή δικαιούται τόσο την κανονική άδεια με αποδοχές, όσο και το επίδομα αδείας.
Εξάλλου κατά ρητή πρόβλεψη της παρ.6 του άρθρου 2 του Α.Ν 539/1945, για τον υπολογισμό του χρόνου απασχολήσεως για την λήψη της κανονικής άδειας, τα διαστήματα κατά τα οποία ο μισθωτός απείχε από την εργασία του, δεν συμψηφίζονται με τις ημέρες αδείας που αυτός δικαιούται. Στην άδεια άνευ αποδοχών, η σχέση εργασίας διατηρείται ενεργή, ενώ η αποχή του μισθωτού είναι αποτέλεσμα της συμφωνίας του, με τον εργοδότη.
Το άρθρο 4 του Α.Ν 539/1945, ορίζει ότι η χρονική περίοδος χορηγήσεως της άδειας αναψυχής των μισθωτών, κανονίζεται μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, ενώ ο εργοδότης υποχρεούται την χορήγηση αδείας εντός διμήνου από τη διατύπωσης της σχετικής αίτησης του μισθωτού. Επίσης σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.4093/2012, μπορεί να κατατμηθεί η κανονική άδεια πολλές φορές, κατόπιν αίτησης του μισθωτού.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άδεια ή να συμψηφισθεί με τις ημέρες κανονικής άδειας, η για οποιοδήποτε λόγο υποχρεωτική χορήγηση μιας ή περισσοτέρων ημερών αναπαύσεως από τον εργοδότη στον μισθωτό, μετά από απόφαση του εργοδότη. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτός θα λάβει τις αποδοχές του, όχι βάσει των διατάξεων του Α.Ν 539/1945, δηλαδή όχι ως αποδοχές αδείας, αλλά βάσει των διατάξεων περί υπερημερίας εργοδότη .
Οι ανωτέρω ημέρες αναπαύσεως δεν μπορεί να συμψηφισθούν με τις ημέρες αδείας του μισθωτού, η χορήγησή τους δηλαδή δεν έχει ως συνέπεια τη μείωση των ημερών αδείας αυτού. Υπενθυμίζουμε την υποχρέωση του εργοδότη, για τήρηση στο αρχείο του και επίδειξή τους στα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, των αιτήσεων των μισθωτών για χορήγηση ημερών κανονικής άδειας (επί πενταετία).
Ωστόσο σε κάθε περίπτωση, η άδεια πρέπει να χορηγηθεί στον μισθωτό πρίν τη λήξη του ημερολογιακού έτους, έστω και αν δεν ζητήθηκε από τον μισθωτό.
Συμπερασματικά θα τονίζαμε ότι η μονομερής χορήγηση των αδειών αναψυχής καθώς και της άνευ αποδοχών δεν επιτρέπεται, ενώ δύναται η δυνατότητα τα ζητήματα των αδειών αυτών να καθορίζονται με ατομική σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 361ΑΚ (ελευθερία συμβάσεων) και εντός του πλαισίου του Νόμου.

Όλοι οι εργαζόµενοι οι οποίοι συνδέονται µε σύµβαση ή σχέση εργασίας ορισµένου ή αορίστου χρόνου, δικαιούνται να λάβουν ετήσια άδεια µε αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησής τους σε συγκεκριµένη υπόχρεη επιχείρηση (ΕΤΗΣΙΑ ΑΔΕΙΑ). Η άδεια αυτή χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικώς (ποσοστό) µε βάση το χρονικό διάστηµα που απασχολήθηκε ο εργαζόµενος στον εργοδότη αυτό.
Η αναλογία της χορηγούµενης αδείας υπολογίζεται βάσει ετήσιας άδειας 20 εργάσιµων ηµερών επί πενθηµέρου εβδοµαδιαίας εργασίας και 24 εργάσιµων ηµερών, επί εξαηµέρου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 µήνες συνεχούς απασχόλησης. Παράλληλα, διευκρινίζεται πλήρως και συµπληρώνεται η διαδικασία λήψης της άδειας κατά τα δύο πρώτα ηµερολογιακά έτη της εργασιακής σχέσης του μισθωτού. Η ετήσια άδεια µε αποδοχές, καθώς και το επίδοµα αδείας, διέπονται και από τις λοιπές οικείες διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας.
Ως εκ τούτου, εξασφαλίζεται η συνέχεια της ισχύος των κείμενων διατάξεων που αφορούν το µηχανισµό και τον τρόπο χορήγησης της άδειας και του επιδόµατος αδείας. Υπενθυµίζεται ότι, σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα στο άρ. 3 του Ν. 3755/1957, καθώς και τη σχετική νοµολογία, σε περίπτωση µη χορήγησης από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσµα, αµέλεια), της άδειας που δικαιούται ο εργαζόµενος εντός του ηµερολογιακού έτους, υποχρεούται να καταβάλλει σ' αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας µε προσαύξηση 100%, όχι όμως και του επιδόματος αδείας.
Με τη νέα παράγραφο 1β του Α.Ν. 539/1945, καθιερώνεται για το πρώτο ηµερολογιακό έτος-εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, υποχρέωση του εργοδότη να χορηγεί μέχρι την 31η Δεκεµβρίου αναλογία - ποσοστό των ηµερών αδείας που δικαιούται ο μισθωτός, βάσει του χρονικού διαστήµατος απασχόλησης στο έτος αυτό. Η αναλογία της άδειας, η οποία υπολογίζεται επί των 20 (επί πενθηµέρου) και των 24 (επί εξαηµέρου) ηµερών, θα πρέπει να χορηγείται από τον εργοδότη έως την 31η Δεκεµβρίου του ηµερολογιακού έτους πρόσληψης ακόµη και αν δεν έχει ζητηθεί από τους εργαζόµενους (άρ. 4 του Α.Ν. 539/1 945, όπως τροποποιήθηκε µε την παρ. 15 του άρ. 3 του Ν. 4504/1966).
Κατά το δεύτερο ηµερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τµηµατικά την άδειά του, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στο δεύτερο αυτό έτος, στον οικείο εργοδότη. Η αναλογία της άδειας υπολογίζεται εκ νέου, όπως και κατά το πρώτο ηµερολογιακό έτος, µε βάση τις 20 ηµέρες επί πενθηµέρου και τις 24 ηµέρες επί εξαηµέρου.
Κατά τη διάρκεια του έτους αυτού και κατά το χρονικό σηµείο συµπληρώσεως 12 µηνών από την ηµεροµηνία πρόσληψης, η άδεια επαυξάνεται κατά µία εργάσιµη ηµέρα. Ως εκ τούτου, η άδεια κατά το δεύτερο ηµερολογιακό έτος, η οποία θα πρέπει να χορηγηθεί από τον εργοδότη αναλογικώς ή ολόκληρη στο τέλος, έως την 31η Δεκεµβρίου του έτους αυτού, φθάνει στο ύψος των 21 επί πενθηµέρου και 25 επί εξαηµέρου, εργάσιµων ηµερών.
Κατά το τρίτο ηµερολογιακό έτος, καθώς και τα επόµενα, ο µισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την ετήσια άδειά του και σε κάθε χρονικό σηµείο του έτους αυτού. Η άδεια αυτή, θα φθάσει τις 22 ηµέρες επί πενθηµέρου και τις 26 επί εξαηµέρου, εάν έχουν συµπληρωθεί 2 έτη απασχόλησης εντός του τρίτου αυτού ηµερολογιακού έτους.
Στην άδεια υπολογίζονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες. Δεν συμπεριλαμβάνονται οι Κυριακές, οι αργίες και οι ημέρες ασθενείας (κατά τις οποίες ο μισθωτός παρέμεινε στο σπίτι του ή νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο), που εμπίπτουν στο διάστημα της άδειας. Για τους μισθωτούς πενθήμερης εργασίας δεν περιλαμβάνεται στον αριθμό ημερών αδείας, η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν παρέχουν εργασία λόγω πενθημέρου.
Η άδεια χορηγείται ολόκληρη. Επιτρέπεται κατ' εξαίρεση, η κατάτμηση του χρόνου αδείας εντός του αυτού ημερολογιακού έτους σε δύο περιόδους, εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και μετά από έγκριση της οικείας Επιθεώρησης Εργασίας. Σε κάθε περίπτωση η πρώτη περίοδος της αδείας δεν μπορεί να περιλαμβάνει λιγότερες των έξι (6) εργασίμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και των πέντε (5) εργασίμων ημερών επί πενθημέρου ή προκειμένου περί ανηλίκων των δώδεκα (12) εργασίμων ημερών. Η κατάτμηση του χρόνου αδείας επιτρέπεται και σε περισσότερες των δύο περιόδων, από τις οποίες η μια πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, επί πενθημέρου, ή προκειμένου περί ανηλίκων δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες, μετά από έγγραφη αίτηση του μισθωτού προς τον εργοδότη. Η αίτηση αυτή για την οποία δεν απαιτείται έγκριση από την αρμόδια υπηρεσία του ΣΕΠΕ, διατηρείται στην επιχείρηση επί πέντε (5) έτη και πρέπει να είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας.
ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ: Κατά τη διάρκεια της άδειας ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από τον εργοδότη τις "συνήθεις αποδοχές" που θα ελάμβανε αν πραγματικά απασχολούνταν στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του. Στην έννοια των συνήθων αποδοχών περιλαμβάνεται, ότι καταβάλλεται στο μισθωτό τακτικά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της εργασίας του, τόσο ο πάγιος μισθός ή το ημερομίσθιο, όσο και κάθε είδους πρόσθετες συμπληρωματικές παροχές, είτε σε χρήμα είτε σε είδος (όπως λ.χ. τροφή, κατοικία, ποσοστά, επιδόματα κλπ). Εκτός από τις αποδοχές της άδειας ο μισθωτός δικαιούται και επίδομα αδείας. Το επίδομα αδείας δεν μπορεί να υπερβεί για όσους αμείβονται με μισθό το μισό μισθό και για όσους αμείβονται με ημερομίσθιο τα 13 ημερομίσθια.
ΠΟΤΕ ΚΑΤΑΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΔΕΙΑΣ: Τόσο οι αποδοχές αδείας όσο και το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται στον μισθωτό κατά την έναρξη της άδείας του και δεν συμψηφίζονται με ανώτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές.
ΠΟΤΕ ΔΙΠΛΑΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΑΔΕΙΑΣ: Αν από υπαιτιότητα του εργοδότη δεν χορηγηθεί η άδεια μέχρι το τέλος του ημερολογιακού έτους, ο εργαζόμενος δικαιούται τις αποδοχές άδειας αυξημένες στο 100% (διπλάσιο). Δεν διπλασιάζεται όμως το επίδομα άδειας.Σημειώνεται ότι:
  • Από το νόμο απαγορεύεται η απασχόληση του μισθωτών κατά τη διάρκεια της άδειάς τους.
  • Απαγορεύεται η καταγγελία σύμβασης κατά τη διάρκεια της άδειας του μισθωτού από τον εργοδότη. Η απαγόρευση είναι απόλυτη και δεν επιτρέπει την απόλυση για οποιοδήποτε λόγο. Σε περίπτωση που γίνει θεωρείται άκυρη.
Εάν λήξει η σύμβαση εργασίας με οποιονδήποτε τρόπο (απόλυση, παραίτηση, θάνατος εργαζόμενου, λήξη σύμβασης ορισμένου χρόνου), και ο εργαζόμενος δεν είχε πάρει την κανονική του άδεια που του οφείλεται, τότε δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια. Αποζημίωση άδειας και επίδομα άδειας, αναλόγως προς τον χρόνο υπηρεσίας. α) Κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος που έγινε η πρόσληψή του, δικαιούται να λάβει 2 ημερομίσθια ή 2/25 του μισθού για κάθε μήνα απασχόλησης, όπως και 2 ημερομίσθια σαν επίδομα αδείας (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων). β) Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός επίσης δικαιούται επίσης 2 ημερομίσθια ή 2/25 του μισθού για κάθε μήνα απασχόλησης, όπως και 2 ημερομίσθια σαν επίδομα αδείας( με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13ημερομισθίων). γ) Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος και για τα επόμενα οφείλονται αποδοχές πλήρους άδειας και επιδόματος αδείας, που αντιπροσωπεύουν αυτές που θα δικαιούταν ο μισθωτός εάν έπαιρνε την άδειά του κατά το χρονικό διάστημα της λύσης της σχέσης εργασίας.
ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΤΡΑΤΕΥΣΗ: Οι στρατευόμενοι μισθωτοί δεν δικαιούνται άδεια κατά το διάστημα της στράτευσής τους. Αν όμως γνωστοποίησαν εγκαίρως στον εργοδότη τη μέλλουσα στράτευσή τους, δικαιούνται να λάβουν άδεια κατά το ημερολογιακό έτος στο οποίο εμπίπτει η στράτευση τους, εφ όσον βέβαια υπάρχει χρόνος για τη λήψη της άδειάς τους. Αν συνεχίσουν την εργασία τους στον ίδιο εργοδότη θα λάβουν κανονικά την άδειά τους, σε αντίθετη περίπτωση θα λάβουν αποζημίωση αδείας.
ΑΔΕΙΑ ΓΑΜΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΠΑΙΔΙΟΥ: Όλοι οι εργαζόμενοι δικαιούνται άδεια γάμου 5 εργασίμων ημερών για όσους εργάζονται με πενθήμερο και 6 εργάσιμων ημερών με αποδοχές για αυτούς που εργάζονται με εξαήμερο. Επίσης σε περίπτωση γέννησης παιδιού ο πατέρας δικαιούται δύο (2) ημέρες άδεια με αποδοχές για κάθε παιδί. ΟΙ άδειες αυτές είναι πρόσθετες και δεν συμψηφίζονται με τις ημέρες κανονικής άδειας. Με ευνοϊκότερες κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας δίδεται άδεια γάμου μεγαλύτερη των 5 ημερών π.χ. 6 ημέρες για λογιστές, προσωπικό Α.Ε. - Ε.Π.Ε. επιχειρήσεων, προσωπικό καταστημάτων, Σούπερ-Μάρκετ, προσωπικό κλινικών και νοσηλευτικών ιδρυμάτων, 7 ημέρες για επιχειρήσεις πετρελαίου - υγραερίου, 9 ήμερες για κλωστοϋφαντουργούς, 10 ημέρες για ατμοπλοϊκές - πρακτορικές επιχειρήσεις, αρχιτέκτονες, πολιτικούς μηχανικούς, αγρονόμους - τοπογράφους - μηχανικούς με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, μηχανολόγους - ηλεκτρολόγους ΕΜΠ κ.λπ.
ΑΔΕΙΑ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ: Οι εργαζόμενες μητέρες δικαιούνται άδεια μητρότητας συνολικής διάρκειας 17 εβδομάδων. Οι 8 εβδομάδες χορηγούνται υποχρεωτικά πριν την πιθανή ημερομηνία τοκετού, και οι υπόλοιπες 9 μετά τον τοκετό. Σε περίπτωση που ο τοκετός πραγματοποιηθεί σε προγενέστερη από την πιθανή ημερομηνία, το υπόλοιπο της άδειας χορηγείται μετά τον τοκετό, ώστε να συμπληρωθούν οι 17 εβδομάδες.
ΑΔΕΙΑ ΘΗΛΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΦΡΟΝΤΙΔΑΣ ΠΑΙΔΙΩΝ: Οι εργαζόμενες μητέρες δικαιούνται: α) Για το χρονικό διάστημα 30 μηνών από τη λήξη της άδειας λοχείας, δηλαδή 9 βδομάδες μετά τον τοκετό, είτε να προσέρχονται αργότερα, είτε να αποχωρούν νωρίτερα κατά μία ώρα κάθε ημέρα από την εργασία τους. β) Εναλλακτικά με συμφωνία του εργοδότη, το ημερήσιο ωράριο των μητέρων μπορεί να ορίζεται μειωμένο κατά δύο (2) ώρες ημερησίως για τους πρώτους δώδεκα (12) μήνες και σε μία (1) ώρα ημερησίως για έξη (6) επιπλέον μήνες.
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΙΩΜΕΝΟΥ ΩΡΑΡΙΟΥ ΩΣ ΑΔΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ: Το μειωμένο ωράριο «άδεια» θηλασμού και φροντίδας παιδιών δικαιούται ο/η/ εργαζόμενος-η με αίτηση του /της να το ζητήσει εναλλακτικά ως συνεχόμενη ισόχρονη άδεια με αποδοχές, εντός της χρονικής περιόδου κατά την οποία δικαιούται μειωμένου ωραρίου για την φροντίδα του παιδιού.
ΠΟΙΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΔΙΚΑΙΟΥΤΑΙ ΑΔΕΙΑ ΦΡΟΝΤΙΔΑΣ ΠΑΙΔΙΟΥ: Την άδεια απουσίας για λόγους φροντίδας παιδιού μπορεί εναλλακτικά να ζητήσει και ο πατέρας, εφόσον δεν κάνει χρήση η εργαζόμενη μητέρα. Το μειωμένο ωράριο για τη φροντίδα των παιδιών θεωρείται και αμείβεται ως χρόνος εργασίας και δεν πρέπει να δημιουργεί δυσμενέστερες συνθήκες στην απασχόληση και στις εργασιακές σχέσεις.
ΕΙΔΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ ( ΑΡΘΡΟ 142, Ν. 3655/08): Οι εργαζόμενες μητέρες οι οποίες είναι ασφαλισμένες στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και απασχολούνται σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με πλήρη ή μερική απασχόληση δικαιούνται ειδική άδεια προστασίας μητρότητας χρονικής διάρκειας έξι (6) μηνών. Η άδεια αυτή χορηγείται στις εργαζόμενες μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας(τοκετού-λοχείας), της ισόχρονης προς το μειωμένο ωράριο άδειας, καθώς επίσης και στις εργαζόμενες που αμέσως μετά τα ανωτέρω διαστήματα κάνουν χρήση της ετήσιας κανονικής άδειας, εφ' όσον αυτό είναι απαραίτητο με βάση της ετήσιες προθεσμίες για τη χορήγησή της.
Το δικαίωμα αυτό ασκείται εντός 60 ημερών από τη λήξη των ανωτέρω αδειών. Μετά τη λήξη της ειδικής άδειας προστασίας της μητρότητας η εργαζόμενη δικαιούται να κάνει χρήση του μειωμένου ωραρίου όπως αυτό ισχύει. Η άδεια αυτή είναι με αποδοχές που είναι ίσες με τον κατώτατο μισθό όπως ορίζεται κάθε φορά με βάση την ΕΓΣΕΕ και φορέας καταβολής είναι ο ΟΑΕΔ. Ο ΟΑΕΔ υποχρεούται να αποδίδει στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ τις προβλεπόμενες εισφορές για τον κλάδο σύνταξης, παρακρατώντας την προβλεπόμενη εργατική εισφορά που βαρύνει τον εργαζόμενο μαζί με την εργοδοτική εισφορά που βαρύνει τον ΟΑΕΔ.
ΓΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ: Η γονική άδεια χορηγείται στους εργαζόμενους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ή σχέση έμμισθης εντολής σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις ανεξάρτητα του αριθμού απασχολουμένων. Αφορά τους εργαζόμενους και των δύο φύλων, που έχουν υποχρεώσεις προς εξαρτώμενα από αυτούς παιδιά ή άλλα μέλη της οικογενείας τους που έχουν ανάγκη τις φροντίδες ή την υποστήριξη τους, ώστε να διευκολύνεται η προετοιμασία για την είσοδο στην απασχόληση, η διατήρησή της, καθώς και η επαγγελματική τους εξέλιξη. Ο γονέας που έχει τις παραπάνω προϋποθέσεις και έχει συμπληρώσει 1 έτος εργασίας στον ίδιο εργοδότη δικαιούται να λάβει γονική άδεια ανατροφής παιδιού, στο χρονικό διάστημα από τη λήξη της άδειας μητρότητας μέχρις ότου το παιδί συμπληρώσει ηλικία τριών και μισό ετών (3,5 ετών). Η άδεια αυτή είναι χωρίς αποδοχές, η διάρκειά της μπορεί να φθάσει τους τρεις και μισό μήνες(3,5 μήνες) για κάθε γονέα και δίνεται από τον εργοδότη με βάση προτεραιότητας των απασχολουμένων στην επιχείρηση για κάθε ημερολογιακό έτος. Οι παραπάνω ρυθμίσεις ισχύουν και για τους απασχολούμενους στο Δημόσιο, τα ΝΠΔΔ και τους ΟΤΑ.
Σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότερα παιδιά, το δικαίωμα των γονέων είναι αυτοτελές για το κάθε ένα απ' αυτά, εφ' όσον από την λήξη της άδειας που δόθηκε για το προηγούμενο παιδί μεσολάβησε ένας (1) χρόνος πραγματικής απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη. Το δικαίωμα λήψεως της άδειαςς έχουν και όσοι έχουν υιοθετήσει παιδί. Σε περίπτωση διαστάσεως ή διαζυγίου ή χηρείας ή γεννήσεως τέκνου εκτός γάμου τη γονική άδεια και μέχρι 6 μηνών δικαιούται ο γονιός που έχει την επιμέλεια του παιδιού.
Μετά τη λήξη της γονικής άδειας ανατροφής, ο εργαζόμενος δικαιούται να επανέλθει στην εργασία του στην ίδια ή σε παρόμοια θέση, η οποία δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να είναι κατώτερη από αυτήν που κατείχε πριν πάρει την γονική άδεια ανατροφής. Ο χρόνος αποχής από την εργασία λόγω γονικής άδειας ανατροφής υπολογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για τον υπολογισμό αποδοχών τους (επιδόματα προϋπηρεσίας κλπ), για τη χορήγηση της ετήσιας κανονικής άδειας απουσίας και του επιδόματος αδείας, καθώς και για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως σε περίπτωση απολύσεως. Με το άρθρο 5 του Ν. 2335/95 προβλέπεται ότι ως χρόνος ασφαλίσεως υπολογίζεται και ο χρόνος γονικής άδειας ανατροφής παιδιών. Σχετικά με την καταβολή εισφορών, δικαιούται αυτό το χρόνο ο εργαζόμενος να συνεχίσει την ασφάλισή του αλλά καταβάλλοντας το σύνολο των εισφορών. Το 1998 για πρώτη φορά μπήκε διάταξη, σύμφωνα με την οποία η καταγγελία σύμβασης που γίνεται εξ αιτίας της ασκήσεως του δικαιώματος για λήψη γονικής άδειας είναι άκυρη.
ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΜΕΛΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ: Στην περίπτωση ασθένειας εξαρτώμενων παιδιών ή άλλων μελών της οικογένειας χορηγείται άδεια με τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ο εργαζόμενος γονέας θα πρέπει να απασχολείται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, ανεξάρτητα αν έχει συμπληρώσει υπηρεσία 1 έτους στον ίδιο εργοδότη και β) ύπαρξη ασθενείας εξαρτωμένων από αυτόν μελών της οικογενείας του. Εξαρτώμενα πρόσωπα είναι: παιδιά μέχρι 16 ετών - φυσικά ή υιοθετημένα- και άνω των 16 εφόσον πάσχουν από βαριά ασθένεια ή αναπηρία, σύζυγος που δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί, γονείς ή ανύπαντρα αδέλφια που δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν.
Η άδεια αυτή είναι χωρίς αποδοχές, μπορεί να χορηγηθεί εφάπαξ ή και τμηματικά και η διάρκειά της δεν μπορεί να ξεπεράσει τις 6 εργάσιμες ημέρες κάθε ημερολογιακό έτος, εάν ο δικαιούχος προστατεύει ένα παιδί με δυνατότητα αύξησής της σε 8 εργάσιμες ημέρες εάν ο δικαιούχος προστατεύει δύο παιδιά.
ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ: Οι εργαζόμενοι που έχουν παιδιά ηλικίας μέχρι 16 ετών τα οποία παρακολουθούν μαθήματα στοιχειώδους ή μέσης εκπαίδευσης, μπορεί να απουσιάζουν ορισμένες ώρες ή ολόκληρη ημέρα από την εργασία τους για να επισκεφτούν το σχολείο των παιδιών τους. Η άδεια αυτή είναι με αποδοχές και φτάνει συνολικά μέχρι 4 ημέρες το χρόνο για κάθε παιδί. Την παραπάνω άδεια δικαιούνται και οι γονείς με παιδιά στο νηπιαγωγείο. Νοείται βέβαια ότι πρέπει να χορηγείται πάντοτε τμηματικά και ποτέ για περισσότερο απο 1 εργάσιμη μέρα κάθε φορά. Η συγκεκριμένη άδεια δεν συμψηφίζεται με τις άλλες άδειες που δίνονται στους εργαζόμενους.
ΑΔΕΙΑ ΛΟΓΩ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΥΓΓΕΝΟΥΣ: Στους εργαζόμενους με εξαρτημένη σχέση εργασίας χορηγείται άδεια δύο (2) ημερών με αποδοχές, σε περίπτωση θανάτου συζύγου, τέκνων, γονέων και αδελφών.. Διευκρινίζεται ότι χορηγείται η συγκεκριμένη άδεια όχι μόνο στους εξ αίματος, αλλά και στους εξ αγχιστείας συγγενείς στην ίδια γραμμή και στον ίδιο βαθμό.
ΣΠΟΥΔΑΣΤΙΚΗ ΑΔΕΙΑ: Εκτός από την κανονική τους άδεια, οι εργαζόμενοι που είναι μαθητές ή σπουδαστές ή φοιτητές εκπαιδευτικών μονάδων οποιουδήποτε τύπου και οποιασδήποτε βαθμίδας του Δημοσίου ή εποπτευομένων από το Δημόσιο με οποιοδήποτε τρόπο, δικαιούνται να λάβουν από τον εργοδότη τους και πρόσθετη άδεια άνευ αποδοχών διαρκείας 30 εργάσιμων ημερών συνεχών ή διακεκομμένων κατ' έτος για τη συμμετοχή τους στις εξετάσεις. Την ειδική άδεια δικαιούνται να λάβουν όλοι οι εργαζόμενοι-εργαζόμενες σπουδαστές, χωρίς όριο ηλικίας, αλλά μόνο για την προβλεπόμενη διάρκεια των σπουδών που κάθε φορά παρακολουθεί ο εργαζόμενος, προσαυξημένη κατά δύο έτη, ανεξάρτητα αν οι σπουδές διανύθηκαν συνεχώς ή διακεκομμένα και ανεξάρτητα αν έχουν συμπληρώσει 1 χρόνο υπηρεσίας στον εργοδότη. Η ιδιότητα του μαθητή, σπουδαστή, φοιτητή και η συμμετοχή του στις εξετάσεις αποδεικνύεται με βεβαίωση της σχολής του που υποβάλλεται στον εργοδότη από τον εργαζόμενο.
Σημειώνεται ότι με το υπ΄αριθμόν 2674/2002 έγγραφο του Υπ. Εργασίας γίνεται δεκτό ότι την άδεια εξετάσεων δικαιούνται και όσοι παρακολουθούν προγράμματα στα Ανοικτά Πανεπιστήμια, εφ΄όσον ανήκουν στα ιδρύματα του Δημόσιου Τομέα ή εποπτεύονται απ΄ αυτό. Για τους ανήλικους εργαζόμενους που είναι συγχρόνως μαθητές ή σπουδαστές ο Ν. 1837/ 89, ορίζει ότι δικαιούνται για τη συμμετοχή τους στις εξετάσεις άδεια άνευ αποδοχών δύο ημερών, συνεχόμενη ή τμηματική, για κάθε μέρα εξετάσεων. Η άδεια αυτή δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 14 ημέρες συνολικά και οι αποδοχές καταβάλλονται από τον ΟΑΕΔ. Οι μαθητές, σπουδαστές και φοιτητές που εργάζονται στο Δημόσιο ή ΝΠΔΔ δικαιούνται άδεια 14 ημερών με αποδοχές.
ΑΔΕΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΣΕ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΥΣ ΦΟΙΤΗΤΕΣ: Όσοι συμμετέχουν σε πρόγραμμα για μεταπτυχιακό δίπλωμα ετησίας τουλάχιστον φοίτησης ή διδακτορικό δίπλωμα ΑΕΙ και ΤΕΙ της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, δικαιούνται άδεια 10 εργασίμων ημερών. Η άδεια αυτή είναι άνευ αποδοχών από τον εργοδότη, χορηγείται σε συνεχείς ημέρες ή τμηματικά και ανεξάρτητα από την ηλικία του/της δικαιούχου και ισχύει μέχρι δύο έτη.
ΑΔΕΙΑ ΑΝΑΠΗΡΩΝ: Τα άτομα με ποσοστό αναπηρίας 50% τουλάχιστον καθώς και οι ανάπηροι μόνιμοι υπάλληλοι του Δημοσίου - ΝΠΔΔ - ΟΤΑ με τις ίδιες ουσιαστικές προϋποθέσεις, δικαιούνται έξι (6)εργάσιμες ημέρες επί πλέον της κανονικής τους αδείας κατ' έτος.

Ειδική παροχή προστασίας μητρότητας  




Η μητέρα που είναι ασφαλισμένη του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, και εργάζεται με σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, μετά τη λήξη της άδειας λοχείας και της ισόχρονης προς το μειωμένο ωράριο άδειας, όπως προβλέπεται από το άρθρο 9 της ΕΓΣΣΕ των ετών 2004 - 2005, δικαιούται να λάβει ειδική άδεια προστασίας μητρότητας έξι (6) μηνών. (αρ. 142 Ν.3655/08)



Αν δεν κάνει χρήση της προβλεπόμενης από την ως άνω ΕΓΣΣΕ ισόχρονης προς το μειωμένο ωράριο άδειας, η μητέρα δικαιούται αμέσως μετά τη λήξη της άδειας λοχείας την ως άνω ειδική άδεια προστασίας της μητρότητας, στη συνέχεια δε και το μειωμένο ωράριο που προβλέπεται από το άρθρο 9 της ΕΓΣΣΕ του έτους 1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει. 

Κατά τη διάρκεια της ως άνω ειδικής άδειας, ο ΟΑΕΔ υποχρεούται να καταβάλλει στην εργαζόμενη μητέρα μηνιαίως ποσό ίσο με τον κατώτατο μισθό, όπως κάθε φορά καθορίζεται με βάση την ΕΓΣΣΕ, καθώς και αναλογία δώρων εορτών και επιδόματος αδείας με βάση το προαναφερόμενο ποσό

Σε περίπτωση απασχόλησης μέχρι και 4 ώρες ημερησίως ή μέχρι 13 ημέρες το μήνα, κατά τη διάρκεια του εξαμήνου, που προηγείται της άδειας κυοφορίας, το καταβαλλόμενο από τον ΟΑΕΔ ποσό ισούται με το μισό του καθοριζόμενου ανωτέρω.

Ο χρόνος της ειδικής άδειας προστασίας της μητρότητας λογίζεται ως χρόνος ασφάλισης στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, οι δε προβλεπόμενες εισφορές υπολογίζονται επί του κατά περίπτωση αναφερόμενου παραπάνω ποσού, από το οποίο ο ΟΑΕΔ παρακρατεί την προβλεπόμενη εισφορά ασφαλισμένου και την αποδίδει στο ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, μαζί με την προβλεπόμενη εισφο¬ρά εργοδότη που βαρύνει τον Οργανισμό.

ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ 
Η άδεια αυτή χορηγείται μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας (τοκετού και λοχείας) ή και της ισόχρονης προς το μειωμένο ωράριο αδείας, ως ισχύουν κάθε φορά καθώς επίσης και στις εργαζόμενες που αμέσως μετά τα ανωτέρω διαστήματα κάνουν χρήση ετήσιας κανονικής αδείας, εφόσον αυτό είναι απαραίτητο με βάση της ετήσιες προθεσμίες για τη χορήγησή της. Ως ημερομηνία έναρξης της ειδικής άδειας προστασίας της μητρότητας ορίζεται η επομένη της λήξης των παραπάνω αδειών. 
Η διάρκεια της ειδικής άδειας προστασίας της μητρότητας ορίζεται σε έξι μήνες. Η εργαζόμενη δύναται, με αμετάκλητη αίτησή της, να κάνει χρήση του συνόλου ή τμήματος αυτής. Επίσης, η εργαζόμενη μπορεί να διακόψει την ειδική άδεια, με έγγραφη συμφωνία του εργοδότη. Στην περίπτωση αυτή, το υπόλοιπο της άδειας δεν μεταφέρεται σε άλλη χρονική περίοδο. 
Η ανωτέρω άδεια χορηγείται στην εργαζόμενη, έπειτα από αίτησή της στον εργοδότη, τον οποίο οφείλει να προειδοποιήσει εγγράφως ένα μήνα πριν την έναρξη της εν λόγω αδείας.
Ο χρόνος απουσίας της εργαζόμενης από την εργασία της κατά τη διάρκεια της ειδικής άδειας προστασίας της μητρότητας, λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για τον υπολογισμό της ετήσιας κανονικής άδειας, της προϋπηρεσίας για τον καθορισμό της αμοιβής και της αποζημίωσης σε περίπτωση απόλυσης αλλά και κάθε δικαιώματος που απορρέει από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
Ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού κατά τη διάρκεια της ειδικής άδειας προστασίας της μητρότητας καταβάλλει ειδική παροχή στην εργαζόμενη μητέρα, εφόσον ισχύουν σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις :

α. Βρίσκεται σε ενεργή εργασιακή σχέση,
β. Έχει λάβει επίδομα μητρότητας από το ΙΚΑ -ΕΤΑΜ. ή (ΦΕΚ 1888/Β'/4-9-09 - απόφαση ΥΠΑΚΠ) από τον συσταθέντα σε αυτό με βάση τις διατάξεις του αρ. 4 παρ. 2 του Ν.3655/08 (ΦΕΚ 58/Α'/3-4-08), ειδικό λογαριασμό ξενοδοχοϋπαλλήλων. 
Το καταβαλλόμενο μηνιαίο ποσό είναι ίσο με τον κατώτατο μισθό όπως καθορίζεται κάθε φορά με βάση την ΕΓΣΣΕ.
Η παροχή καταβάλλεται σε έξι μηνιαίες δόσεις, όπως ορίζεται από τηναπόφαση αναγνώρισης της αρμόδιας υπηρεσίας του ΟΑΕΔ, με πίστωσηλογαριασμού που τηρείται από τη δικαιούχο στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.
Αρμόδια Υπηρεσία για την καταβολή της ειδικής παροχής στην εργαζόμενη είναι η τοπική Υπηρεσία παροχών ή το ΚΠΑ 2 του τόπου κατοικίας της.

Η αιτούσα οφείλει να προσκομίσει στον ΟΑΕΔ τα παρακάτω δικαιολογητικά :
α. βεβαίωση εργοδότη από την οποία θα προκύπτει η ενεργή εργασιακή σχέση κατά την έναρξη της άδειας μητρότητας, το είδος, η μορφή, η διάρκεια της εργασιακής σχέσης, οι μηνιαίες αποδοχές, η ημερομηνία πρόσληψης και προκειμένου για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου η ημερομηνία λήξης τους καθώς και η λήψη της ετήσιας κανονικής άδειας, που ενδεχομένως χορηγήθηκε μετά την άδεια λοχεία ή την ισόχρονη προς το μειωμένο ωράριο αδείας.
β. αντίγραφο απόφασης επιδόματος μητρότητας (κυοφορίας - λοχείας) από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ,
γ. υπεύθυνη δήλωση της δικαιούχου με την οποία αναλαμβάνει την υποχρέωση να γνωστοποιήσει εντός 8 ημερών στην Υπηρεσία του ΟΑΕΔ οποιαδήποτε µεταβολή της εργασιακής της σχέσης. Στην ίδια δήλωση θα αναφέρονται ο αριθµός µητρώου της ασφαλισµένης στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ο αριθµός φορολογικού µητρώου,
δ. αριθµός λογαριασµού (ΙΒΑΝ) Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος της δικαιούχου (φωτοτυπία της αντίστοιχης σελίδας του βιβλιαρίου τραπέζης).

Για την νοµιµότητα της παροχής, η αρµόδια Υπηρεσία δύναται να ζητήσει οποιοδήποτε άλλο δικαιολογητικό.

Η παροχή διακόπτεται λόγω :

α. πρόσληψης και απασχόλησής της δικαιούχου σε νέο εργοδότη,
β. αίτησης διακοπής της δικαιούχου.

Σύμφωνα με την υπ' αριθ. 33891/606/7-5-2008 απόφαση της Υπουργού Εργασίας, ο ΟΑΕΔ καταβάλλει αναλογία δώρων εορτών και επιδόματος άδειας με βάση το ποσό της μηνιαίας επιδότησης προς την εργαζόμενη. 
Σε σχέση με την κανονική άδεια της εργαζόμενης η ίδια απόφαση ορίζει ότι η ειδική άδεια μητρότητας χορηγείται μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας (τοκετού και λοχείας) ή και της ισόχρονης προς το μειωμένο ωράριο άδειας, ως ισχύουν κάθε φορά καθώς επίσης και στις εργαζόμενες που αμέσως μετά τα ανωτέρω διαστήματα κάνουν χρήση ετήσιας κανονικής άδειας εφόσον αυτό είναι απαραίτητο με βάση τις ετήσιες προθεσμίες για τη χορήγησή της.
Συνεπώς η υποχρέωση του εργοδότη για καταβολή αποδοχών αδείας προς την εργαζόμενη ισχύει και δεν μεταβάλλεται λόγω της εξάμηνης ειδικής άδειας προστασίας μητρότητας καθώς από τα ανωτέρω διασφαλίζεται το δικαίωμα της εργαζόμενης σε ετήσια κανονική άδεια σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
Οσον αφορά στο επίδομα άδειας ο εργοδότης καταβάλλει τη διαφορά που προκύπτει από την καταβαλλόμενη από τον ΟΑΕΔ αναλογία επιδόματος άδειας, ενώ η καταβολή τόσο των αποδοχών όσο και του επιδόματος άδειας γίνεται παράλληλα με την άσκηση του δικαιώματος της εργαζόμενης σε ετήσια κανονική άδεια.
Η υποχρέωση του εργοδότη για καταβολή δώρων εορτών, περιορίζεται στο διάστημα προ και μετά του εξαμήνου της ειδικής άδειας προστασίας μητρότητας και γίνεται με βάση τις διατάξεις της ΚΥΑ 19040/81 ΦΕΚ 742 Β'.







ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Όλοι οι εργαζόμενοι, με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, ανεξάρτητα της, ειδικότητας και του τρόπου αμοιβής τους ή της νομικής μορφής του εργοδότη, δικαιούνται ετήσια κανονική άδεια με πλήρεις αποδοχές και επίδομα άδειας. Οι διατάξεις περί χορήγησης ετήσιας άδειας είναι δημόσιας τάξης με την έννοια ότι κάθε συμφωνία μεταξύ των μερών που είναι αντίθετη προς αυτές είναι άκυρη. Αν όμως από Σ.Σ.Ε., Δ.Α., Κανονισμό Εργασίας ή ατομική σύμβαση προβλέπονται ευνοϊκότεροι όροι από αυτούς του νόμου, τότε για την χορήγηση της ετήσιας άδειας ισχύουν αυτοί οι ευνοϊκότεροι όροι.
Είναι δυνατή η μη χορήγηση άδειας στα παρακάτω πρόσωπα:

Εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις ή εργασίες στις οποίες απασχολούνται μόνο μέλη της οικογένειας του εργοδότη.

Εργαζόμενοι σε γεωργικές, κτηνοτροφικές, δασικές και ναυτιλιακές εργασίες.
Διευθύνοντες υπάλληλοι (πρόσωπα διεύθυνσης, εποπτείας & εμπιστοσύνης).

Σήμερα τα σχετικά με τις άδειες θέματα ρυθμίζονται βασικά από τις διατάξεις του Α.Ν. 539/45 όπως τροποποιήθηκε & συμπληρώθηκε από μεταγενέστερους νόμους (Ν. 1346/1983, Ν. 3144/2003, 3227/2004, 3302/2004) και ισχύει σήμερα.

Με το άρθρο 1 του Ν. 3302/2004 αντικαθίσταται η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/ 1945, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρ. 2 του Ν. 1346/1983 και αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρ. 13 του Ν. 3227/2004 και επαναφέρεται το «ημερολογιακό έτος» ως βάση χορήγησης της ετήσιας άδειας με αποδοχές των εργαζομένων.

Ειδικότερα, προβλέπεται ότι όλοι οι εργαζόμενοι οι οποίοι συνδέονται με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δικαιούνται να λάβουν ετήσια άδεια με αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησής τους σε συγκεκριμένη υπόχρεη επιχείρηση. Η άδεια αυτή χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικώς (ποσοστό) με βάση το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος στον εργοδότη αυτό. Η αναλογία της χορηγούμενης άδειας υπολογίζεται βάσει ετήσιας άδειας 20 εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 24 εργάσιμων ημερών, επί εξαημέρου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 μήνες συνεχή απασχόληση.
ΧΡΟΝΟΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΑΔΕΙΑΣ

Ο χρόνος που ο μισθωτός θα λάβει την άδειά του καθορίζεται με συμφωνία μεταξύ αυτού και του εργοδότη του, με την έναρξη κάθε νέου ημερολογιακού έτους (1η Ιανουαρίου) και μπορεί να την λάβει μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.

Ο εργοδότης υποχρεούται:
    Να χορηγήσει σε όλους τους μισθωτούς της επιχείρησής του την άδεια που δικαιούνται, πριν τη λήξη του ημερολογιακού έτους, έστω και αν αυτοί δεν την ζήτησαν (άρθρο 4 παρ. 1 εδ. 2 όπως ισχύει με την παρ. 15 του άρθρου 3 του Ν. 4504/66).

Να χορηγήσει στο μισό τουλάχιστον προσωπικό του άδειες στο χρονικό διάστημα από 1ης Μαϊου μέχρι 30ης Σεπτεμβρίου κάθε έτους
Να χορηγήσει άδεια σε μισθωτό μέσα σε δύο μήνες από το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτός υπέβαλε έγγραφη αίτηση άδειας.

Η χορήγηση ολόκληρης της άδειας, εντός του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο την δικαιούται ο μισθωτός, είναι υποχρεωτική με ευθύνη του εργοδότη. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρ. 3 του Ν.Δ. 3755/1957, καθώς και τη σχετική νομολογία, σε περίπτωση μη χορήγησης από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσμα, αμέλεια), της άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος εντός του ημερολογιακού έτους, υποχρεούται να καταβάλλει σ' αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας με προσαύξηση 100%.

Η άδεια χορηγείται ολόκληρη. Επιτρέπεται κατ' εξαίρεση, η κατάτμηση του χρόνου αδείας εντός του αυτού ημερολογιακού έτους σε δύο περιόδους, εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και μετά από έγκριση της οικείας Επιθεώρησης Εργασίας. Σε κάθε περίπτωση η πρώτη περίοδος της αδείας δεν μπορεί να περιλαμβάνει λιγότερες των έξι (6) εργασίμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και των πέντε (5) εργασίμων ημερών επί πενθημέρου ή προκειμένου περί ανηλίκων των δώδεκα (12) εργασίμων ημερών. Η κατάτμηση του χρόνου αδείας επιτρέπεται και σε περισσότερες των δύο περιόδων, από τις οποίες η μια πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, επί πενθημέρου, ή προκειμένου περί ανηλίκων δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες, μετά από έγγραφη αίτηση του μισθωτού προς τον εργοδότη. Η αίτηση αυτή για την οποία δεν απαιτείται έγκριση από την αρμόδια υπηρεσία του ΣΕΠΕ, διατηρείται στην επιχείρηση επί πέντε (5) έτη και πρέπει να είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας (άρθρο 6, Ν.3846/2010)
Μετάθεση του χρόνου άδειας σε άλλο ημερολογιακό έτος δεν επιτρέπεται ακόμη και όταν υπάρχει συναίνεση του εργαζόμενου. Απαγορεύεται επίσης ρητά κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου για εγκατάλειψη από τον τελευταίο του δικαιώματος άδειας του.

Ρύθμιση άδειας κατά το 1ο ημερολογιακό έτος

Με τη νέα παρ. 1β του Α.Ν. 539/ 1945, (όπως αντικαταστάθηκε με το Ν. 3302/2004) καθιερώνεται για το πρώτο ημερολογιακό έτος - εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, υποχρέωση του εργοδότη να χορηγεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου αναλογία - ποσοστό των ημερών αδείας που δικαιούται ο μισθωτός, βάσει του χρονικού διαστήματος απασχόλησης στο έτος αυτό. Η αναλογία της άδειας, η οποία υπολογίζεται επί των 20 επί πενθημέρου (1,66 ημέρες άδειας/μήνα εργασίας) και των 24 επί εξαημέρου (2 ημέρες άδειας/μήνα εργασίας) ημερών, θα πρέπει να χορηγείται από τον εργοδότη έως την 31η Δεκεμβρίου του ημερολογιακού έτους πρόσληψης ακόμη και αν δεν έχει ζητηθεί από τους εργαζόμενους.

Ρύθμιση άδειας κατά το 2ο ημερολογιακό έτος

Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τμηματικά την άδειά του, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στο δεύτερο αυτό έτος, στον οικείο εργοδότη. Η αναλογία της άδειας υπολογίζεται εκ νέου, όπως και κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος, με βάση τις 20 ημέρες επί πενθημέρου και τις 24 ημέρες επί εξαημέρου. Κατά τη διάρκεια του έτους αυτού και κατά το χρονικό σημείο συμπληρώσεως 12 μηνών από την ημερομηνία πρόσληψης, η άδεια επαυξάνεται κατά μία εργάσιμη ημέρα. Ως εκ τούτου, η άδεια κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, η οποία θα πρέπει να χορηγηθεί από τον εργοδότη αναλογικώς ή ολόκληρη στο τέλος, έως την 31η Δεκεμβρίου του έτους αυτού, φθάνει στο ύψος των 21 επί πενθημέρου και 25 επί εξαημέρου, εργάσιμων ημερών.

Ρύθμιση άδειας κατά το 3ο και επόμενα ημερολογιακά έτη

Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος, καθώς και τα επόμενα, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την ετήσια άδειά του και σε κάθε χρονικό σημείο του έτους αυτού. Η άδεια αυτή, θα φθάσει τις 22 ημέρες επί πενθημέρου και τις 26 επί εξαημέρου, εάν έχουν συμπληρωθεί 2 έτη απασχόλησης εντός του τρίτου αυτού ημερολογιακού έτους.

ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΔΕΙΑΣ
Κάθε εργαζόμενος μαζί με την άδεια δικαιούται αποδοχές αδείας καθώς και επίδομα αδείας (άρ. 3, παρ. 16 Ν. 4504/1966). Το δικαίωμα λήψης επιδόματος αδείας, αποτελεί επακόλουθο του δικαιώματος λήψης κανονικής αδείας και υπολογίζεται όπως και οι αποδοχές αδείας - είναι δηλαδή ίσες προς το σύνολο των αποδοχών αδείας με τον περιορισμό ότι δεν δύναται να υπερβεί για όσους μεν αμείβονται με μισθό, το μισό μισθό, για όσους δε αμείβονται με ημερομίσθιο τα 13 ημερομίσθια. Το επίδομα άδειας υπολογίζεται βάσει των καταβαλλομένων αποδοχών ανάλογα όπως και οι αποδοχές άδειας, θεωρείται δε μέρος των τακτικών αποδοχών του μισθωτού και συμπεριλαμβάνεται στον υπολογισμό των επιδομάτων Εορτών καθώς και της αποζημίωσης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Οι αποδοχές και το επίδομα άδειας προκαταβάλλονται στον δικαιούχο μισθωτό κατά την ημέρα λήψης της άδειας.
ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ

Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας μισθωτού με οποιονδήποτε τρόπο πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί άδεια (άρ. 1, παρ. 3 του Ν. 1346/1983. Εφ' όσον λοιπόν κατά το χρονικό σημείο της λύσεως της σχέσης εργασίας δεν έχει εξαντληθεί το δικαίωμα της άδειας, προκύπτουν οι εξής περιπτώσεις:
α. Κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος (εντός του οποίου προσελήφθη) ο μισθωτός δικαιούται να λάβει αποδοχές αδείας ίσες με 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης. Επίσης, δικαιούται 2 ημερομίσθια ανά μήνα, ως επίδομα αδείας, με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων, ανάλογα εάν αμείβονται με μισθό, ή ημερομίσθιο.

β. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται επίσης 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης και άλλα 2 ημερομίσθια ανά μήνα ως επίδομα αδείας με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων.
γ. Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος και για τα επόμενα οφείλονται αποδοχές πλήρους άδειας και επιδόματος αδείας.
ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΛΟΓΩ ΠΡΟΫΠΗΡΕΣΙΑΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΓΣΣΕ 2000-2001 από 1/1/2000 εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει υπηρεσία 10 ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία 12 ετών σε οποιοδήποτε εργοδότη, δικαιούνται άδεια 30 εργάσιμων ημερών, αν εφαρμόζεται σύστημα εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ή 25 εργασίμων ημερών, αν εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Όσοι έχουν συμπληρώσει 25 χρόνια υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας δικαιούνται 26 εργάσιμες ημέρες επί 5/μερου και 30 εργάσιμες ημέρες άδεια επί 6/μερου. (ΕΓΣΣΕ 2008 – 2009)
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
Στον υπολογισμό των ημερών άδειας περιλαμβάνονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες κατά τις οποίες θα απασχολείτο ο μισθωτός αν προσερχόταν κανονικά στην εργασία του. Δεν υπολογίζονται στις ημέρες άδειας οι Κυριακές, τα Σάββατα (σ' αυτούς που εργάζονται με το σύστημα 5νθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας), οι αργίες καθώς και οποιαδήποτε άλλη μη εργάσιμη ημέρα του μισθωτού, οι οποίες εμπίπτουν στο χρονικό διάστημα που ο μισθωτός κάνει χρήση της άδειας του.
Στον υπολογισμό των ημερών άδειας δεν μπορούν να συμψηφιστούν ημέρες αποχής του μισθωτού από την εργασία του λόγω βραχείας διάρκειας ασθένειας, στρατεύσεως, απεργίας, ανταπεργίας, ανωτέρας βίας. Επίσης στις ημέρες κανονικής άδειας δεν μπορούν να συμψηφιστούν και οι ημέρες ειδικών αδειών που προβλέπονται για τους μισθωτούς. (Π.χ. άδεια γάμου ή κυήσεως κλπ).
Επίσης σύμφωνα με απόφαση Ευρωπαϊκού δικαστηρίου, εργαζόμενοι που αρρωσταίνουν, ενώ κάνουν χρήση της κανονικής τους άδειας μετ' αποδοχών, μπορούν να διεκδικήσουν το διάστημα της ασθένειας ως κανονική άδεια αργότερα.
Κατά τη διάρκεια της αδείας απαγορεύεται η απόλυση του μισθωτού απ' τον εργοδότη (άρθρο 5 παρ. 6 ΑΝ 539/45). Εν τούτοις, δεν απαγορεύεται η κατά τη διάρκεια της αδείας προειδοποίηση περί της προσεχούς απολύσεώς τους, αρκεί η ημέρα της απολύσεως να εμπίπτει σε χρόνο μετά τη λήξη της αδείας. (Εφ. Λαρίσης 667/96).
Ο μισθωτός που δεν έλαβε την άδειά του από πταίσμα του εργοδότη δικαιούται, ευθύς μόλις λήξει το ημερολογιακό έτος εντός του οποίου έπρεπε να την είχε πάρει, τις αποδοχές της άδειας του αυξημένες κατά 100% (άρθρο 5 παρ. 1 Α.Ν. 539/45). Ο διπλασιασμός των αποδοχών δεν εφαρμόζεται όταν για τη μη χορήγηση της άδειας δεν ευθύνεται κατά οποιοδήποτε τρόπο ο εργοδότης. Δεν αρκεί δηλαδή για το διπλασιασμό η μη χορήγηση άδειας αλλά απαιτείται να υπάρχει και πταίσμα του εργοδότη. Το επίδομα άδειας δεν διπλασιάζεται γιατί ο νόμος αναφέρεται αποκλειστικά στις αποδοχές άδειας.
ΒΙΒΛΙΟ ΑΔΕΙΩΝ
Με βάση το άρθρο 4 παρ. 3 Α.Ν. 539/45 η τήρηση Ειδικού Βιβλίου Αδειών από τον εργοδότη, είναι υποχρεωτική. Θεώρηση του βιβλίου από κάποια αρχή δεν χρειάζεται.
Στο Βιβλίο Αδειών που πρέπει να είναι κατάλληλα γραμμογραφημένο, καταχωρούνται τουλάχιστον:
α) Η ημερομηνία εισόδου στην υπηρεσία κάθε απασχολούμενου και η χρονική διάρκεια άδειας που αυτός δικαιούται.
β) οι ημερομηνίες στις οποίες χορηγήθηκε σε κάθε απασχολούμενο η άδεια και
γ) οι αποδοχές που κατεβλήθησαν σε κάθε μισθωτό για το χρόνο της άδειας που του χορηγήθηκε.
Το Βιβλίο Αδειών πρέπει να τίθεται στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας ή των λοιπών οργάνων που ασκούν την εποπτεία και τον έλεγχο εφαρμογής των περί αδειών διατάξεων.

(ΝΕΟ - 8/4/2014) Ν.4254/2014 ΙΑ 5 παρ. 2. «3α. Κάθε εργοδότης οφείλει να τηρεί ειδικό βιβλίο, το οποίο δύναται να είναι και σε μορφή μηχανογραφημένων σελίδων.
Το ειδικό βιβλίο ή οι μηχανογραφημένες σελίδες πρέπει να φέρουν τα στοιχεία της επιχείρησης, την ένδειξη «Βιβλίο αδειών» και να περιλαμβάνει τις παρακάτω στήλες:
Ονοματεπώνυμο μισθωτών, ημερομηνία πρόσληψης, αριθμός δικαιούμενων ημερών αδείας, χρονολογία έναρξης και λήξης χορηγηθείσας αδείας, αποδοχές αδείας, επίδομα αδείας. Ειδικώς, οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας συμπληρώνονται στο σύνολό τους μέχρι το τέλος του σχετικού ημερολογιακού έτους λήψης της κανονικής άδειας.

Τα ανωτέρω στοιχεία πρέπει να είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε. που ασκούν τον έλεγχο και την εποπτεία της εφαρμογής του παρόντος.
β. Ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιεί ηλεκτρονικά στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής ασφάλισης και Πρόνοιας ΣΕΠΕ−ΟΑΕΔ−ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, με την ονομασία «ΕΡΓΑΝΗ», εντός του μηνός Ιανουαρίου, στοιχεία των εργαζομένων που έλαβαν την ετήσια άδεια και το επίδομα αδείας κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.
Σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής επιβάλλονται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, σε βάρος του εργοδότη, κυρώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν. 3996/2011 (Α΄170) όπως ισχύει.
Για να υπολογίσετε άδεια, επίδομα άδειας και αποδοχές μη ληφθείσας άδειας πατήστε ΕΔΩ
Δείτε κι αυτό: Υπολογισμός άδειας σε μικτό σύστημα απασχόλ ησης (πλήρες και εκ περιτροπής)




Α) Οι εργαζόμενοι γενικά, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για υπαλλήλους ή εργατοτεχνίτες δικαιούνται να απουσιάσουν από την εργασία τους λόγω ασθένειας χωρίς συνέπειες. Επομένως, δεν θεωρείται ότι αποχώρησαν οικιοθελώς και η σύμβαση εργασίας εξακολουθεί να συνεχίζεται ενώ παράλληλα ο μισθός και τα ημερομίσθια καταβάλλονται με ορισμένες προϋποθέσεις. Επομένως οι εργοδότες είναι υποχρεωμένοι να δεχτούν την επιστροφή των εργαζομένων στην εργασία τους.

Η ασθένεια συνιστά ανυπαίτιο κώλυμα παροχής της εργασίας, επομένως ο εργαζόμενος διατηρεί την αξίωσή του για το μισθό, εάν, μετά από δεκαήμερη τουλάχιστον παροχή εργασίας, εμποδίζεται να εργασθεί λόγω σπουδαίου λόγου, μη οφειλόμενου σε υπαιτιότητά του. Ο χρόνος για τον οποίο διατηρείται η αξίωση για τον μισθό δεν μπορεί να υπερβεί τον ένα μήνα εάν το κώλυμα επήλθε τουλάχιστον ένα έτος μετά από την έναρξη της σύμβασης ή τον μισό μήνα σε κάθε άλλη περίπτωση. Αυτή η αξίωση μπορεί να λάβει χώρα μόνο μια φορά κατά εργασιακό έτος. Ο εργοδότης δικαιούται να αφαιρέσει από το μισθό ποσά που κατεβλήθησαν στο εργαζόμενο, εξ αιτίας του κωλύματος, λόγω υποχρεωτικής εκ του νόμου ασφάλισης.

Β) Όρια βραχείας Ασθένειας

Ως “βραχεία διάρκειας” ασθένεια, βάσει του Ν.4558/30, θεωρείται αυτή που διαρκεί, πάντα στον ίδιο εργοδότη από:

Ένα μήνα για όσους υπηρετούν μέχρι 4 χρόνια
Τρεις μήνες για όσους υπηρετούν από 4 μέχρι 10 χρόνια
Τέσσερις μήνες για όσους υπηρετούν από 10 μέχρι 15 χρόνια
Έξι μήνες για όσους υπηρετούν από 15 χρόνια και πάνω

Η έννοια της παραπάνω διάταξης είναι, ότι ο εργοδότης δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρήσει ως οικειοθελή αποχώρηση την απουσία του εργαζομένου μέσα στα παραπάνω χρονικά όρια και για τους παραπάνω λόγους, ασθένεια, λοχεία.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κάθε ασθένεια μεγαλύτερης διάρκειας μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί και παραίτηση από την εργασία. Για να κριθεί κάτι τέτοιο πρέπει να αποδειχθεί παράλληλα βούληση, θέληση του εργαζόμενου να παραιτηθεί. Το ίδιο συμβαίνει και με αποχή που οφείλεται σε άλλους λόγους.


Η εξέταση των λόγων αποχής και της πρόθεσης, ή μη, του εργαζόμενου σε παραίτηση είναι κύρια στοιχεία για να διαπιστωθεί αν τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν παραίτηση ή όχι. Τα θέματα αυτά έχουν μεγάλη πρακτική σημασία για τους εργαζόμενους. Αν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί τις υπηρεσίες τους μετά τη λήξη της ασθενείας ή των λόγων της μετά τη λήξη της αποχής, θεωρώντας ότι έχουν αποχωρήσει οικειοθελώς, μπορούν να διεκδικήσουν, όπως και στην άκυρη απόλυση, είτε μισθούς υπερημερίας και διατήρηση της θέσης εργασίας, είτε την αποζημίωση απολύσεως. 


Μακρά ασθένεια και άδεια

Η απουσία του εργαζόμενου πέρα των ορίων της βραχείας ασθένειας, συμψηφίζεται με τις ημέρες της οφειλόμενη άδειας, με αποτέλεσμα κάθε ημέρα απουσίας πέρα των ορίων αυτών στερεί τον εργαζόμενο από την άδειά του αυτή. 



Author Name

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Από το Blogger.