«Οσον
αφορά τις αγορές εργασίας, να προχωρήσει
σε αυστηρή επανεξέταση και εκσυγχρονισμό
των συλλογικών διαπραγματεύσεων, των
εργατικών κινητοποιήσεων και, σύμφωνα
με την οικεία οδηγία και βέλτιστη
πρακτική της ΕΕ, των ομαδικών απολύσεων
βάσει του χρονοδιαγράμματος και της
προσέγγισης που έχουν συμφωνηθεί με
τους θεσμούς. Κατόπιν της επανεξέτασης
αυτής, οι πολιτικές για την αγορά εργασίας
πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τις διεθνείς
και ευρωπαϊκές βέλτιστες πρακτικές, θα
πρέπει δε να μη συνεπάγονται την επιστροφή
σε παλαιότερα πλαίσια πολιτικής ασύμβατα
με τους στόχους της προώθησης βιώσιμης
ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς»
(απόσπασμα από τη δήλωση της Συνόδου
Κορυφής της Ευρωζώνης 12 Ιούλη 2015, το
οποίο αποτελεί μέρος των κατευθύνσεων
που πρέπει να εμπεριέχει το νέο, υπό
διαπραγμάτευση, μνημόνιο. Η δήλωση αυτή
ψηφίστηκε από την ελληνική Βουλή στις
15 Ιούλη και είναι ήδη ο νόμος 4344 του
ελληνικού κράτους).
Το
παραπάνω κείμενο σε απλά ελληνικά
σημαίνει παραπέρα χτύπημα των συλλογικών
διαπραγματεύσεων, ακόμα περισσότερα
εμπόδια στη συνδικαλιστική δράση και
κυρίως στην άσκηση του δικαιώματος της
απεργίας, άρση των όποιων «εμποδίων»
παραμένουν ώστε οι μαζικές απολύσεις
να γίνονται ακόμα πιο εύκολα. Ολα αυτά
συγκαλύπτονται κάτω από τους όρους
«εκσυγχρονισμός» και «βέλτιστες
πρακτικές» που για να αποκαλυφθούν
πρέπει να ιδωθούν με ταξικά κριτήρια. Εντός
του καπιταλισμού «βέλτιστη πρακτική»
σημαίνει ό,τι καλύτερο για τα μονοπώλια
και κατά συνέπεια ό,τι χειρότερο για
την εργατική τάξη.
Η
επισκόπηση των συνθηκών εργασίας που
επικρατούν σε χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής
Ενωσης επιβεβαιώνουν τα παραπάνω. Αλλά
πριν από αυτό αξίζει να υπενθυμίσουμε
ότι όταν η Ευρωπαϊκή Ενωση μιλά για
απασχόληση, εννοεί τη γενίκευση των
ευέλικτων μορφών εργασίας ώστε να
μπορούν τα μονοπώλια και οι εργοδότες
να αντιστοιχούν τις ανάγκες τους σε
προσωπικό στις ανάγκες της καπιταλιστικής
οικονομίας.
Το
πλαίσιο των «βέλτιστων πρακτικών»
Αυτόν
τον πραγματικό στόχο η Ευρωπαϊκή Ενωση
τον κουκουλώνει κάτω από την πολιτική
που αποκαλεί «Ατζέντα για νέες
δεξιότητες και θέσεις εργασίας: Ευρωπαϊκή
συμβολή για την πλήρη απασχόληση», η
οποία διαμορφώθηκε το 2010 και αποτελεί
μια από τις βασικές κατευθύνσεις της
Στρατηγικής «Ευρώπη 2020». Σε αυτή
επιβεβαιώνεται ότι στον καπιταλιστικό
δρόμο ανάπτυξης, η αύξηση της απασχόλησης
είναι συνώνυμη με τη μεγαλύτερη ευελιξία
στην αγορά εργασίας, το χτύπημα των
συλλογικών συμβάσεων και διάλυση της
Κοινωνικής Ασφάλισης.
Σημειώνεται
σχετικά: «Οι πολιτικές ευελιξίας με
ασφάλεια είναι το καλύτερο μέσο
εκσυχρονισμού των αγορών εργασίας».
Για την ενίσχυσή της, προτάσσεται «η
αποκέντρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων
ή η αναθεώρηση των υφιστάμενων συμβατικών
ρυθμίσεων. Ενώ σε μερικές περιπτώσεις
ενδέχεται να χρειαστεί μεγαλύτερη
συμβατική "ποικιλία" για την
αντιμετώπιση των εδαφικών και τομεακών
ιδιαιτεροτήτων».
Με
άλλα λόγια, ευελιξία σημαίνει, ανάμεσα
σε άλλα, να καταργηθούν οι συλλογικές
διαπραγματεύσεις και οι όροι εργασίας
να καθορίζονται μέσω ατομικών ή και
τοπικών συμφωνιών με τους εργοδότες.
Να καταργηθούν επί της ουσίας οι
συλλογικές διαπραγματεύσεις σε εθνικό
επίπεδο και άρα οι όροι που συνήθως
εμπεριέχουν όπως κατώτατα όρια αποδοχών,
μισθολογικών ωριμάνσεων, αδειών,
επιδομάτων κ.ά. Στόχος η εργατική τάξη
να διαπραγματεύεται κατά τμήματα ή
ακόμα και κατά άτομα, ώστε τα μονοπώλια
να επιβάλλουν πιο εύκολα τους αντεργατικούς
όρους εργασίας.
Η
«Ατζέντα» εντοπίζει ακόμα την «αύξηση
της βαρύτητας της εσωτερικής ευελιξίας
σε περιόδους οικονομικής ύφεσης (σ.σ.
ως «εσωτερική ευελιξία» νοείται η
εφαρμογή ευέλικτων μορφών εργασίας
εντός μιας επιχείρησης). Η εσωτερική
ευελιξία μπορεί να βοηθήσει τους
εργοδότες να προσαρμόσουν την εισροή
εργασίας σε περίπτωση προσωρινής μείωσης
της ζήτησης (...) Οι μορφές εσωτερικής
ευελιξίας περιλαμβάνουν την προσαρμογή
της οργάνωσης της εργασίας ή του χρόνου
εργασίας (π.χ. ρυθμίσεις εργασίας με
μειωμένο ωράριο)». Εδώ δίνεται βάρος
στη δυνατότητα τα μονοπώλια να αλλάζουν
το εργασιακό καθεστώς όσων απασχολούν
σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Να τους
αλλάζουν, δηλαδή, ωράριο, λίγες ή πολλές
ώρες, πρωί, απόγευμα ή βράδυ, αντικείμενο
και τόπο εργασίας, αποδοχές.
Αναλόγως
σε Σύσταση (κείμενο
που περιγράφει τις βασικές πολιτικές
για το επόμενο διάστημα) του Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου τον Ιούλη του 2010 «σχετικά
με τους γενικούς προσανατολισμούς των
οικονομικών πολιτικών των κρατών - μελών
και της Ενωσης»
επισημαίνεται ότι τα κράτη - μέλη στα
εθνικά προγράμματα που εκπονούν θα
πρέπει να περιλαμβάνουν μέτρα που
συρρικνώνουν παραπέρα τα εργασιακά
δικαιώματα που έχουν απομείνει. Την
κατεύθυνση αυτή αναδεικνύουν προτάσεις,
όπως «η κατάλληλη
διαμόρφωση των μισθών στο δημόσιο τομέα
θα πρέπει να θεωρείται ως σημαντική
ένδειξη που θα διασφαλίζει τη συγκράτηση
των μισθών στον ιδιωτικό τομέα και θα
συνάδει με την ανάγκη βελτίωσης της
ανταγωνιστικότητας»
και «θα πρέπει να
αρθούν τα θεσμικά εμπόδια για ευέλικτες
προσαρμογές των τιμών και των μισθών
στις συνθήκες της αγοράς».
Ιδιοι
στόχοι ανεξαρτήτως (συγ)κυβέρνησης...
Στο
πλαίσιο αυτό στηρίχθηκαν οι σφοδρές
αντεργατικές αλλαγές στην Ελλάδα και
σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης
τα τελευταία χρόνια για την αντιμετώπιση
της καπιταλιστικής κρίσης.
Για
αυτό και οι κατευθύνσεις που θέτει η
πρόσφατη Σύνοδος δεν είναι κάτι καινούργιο
αλλά επαναλαμβάνονται σε πολλά κείμενα
της προηγούμενης περιόδου. Οι ίδιοι
ακριβώς στόχοι διατυπώνονταν και σχεδόν
ένα χρόνο πριν, τον Απρίλη του 2014,
στην «4η Εκθεση Αξιολόγησης για
το δεύτερο Πρόγραμμα Οικονομικής
Προσαρμογής της Ελλάδας», την
οποία συνέταξαν από κοινού η παλιά
συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ και η (τότε)
τρόικα (σήμερα θεσμοί):
«Οι
αρχές συμφώνησαν να αξιολογήσουν το
πλαίσιο για τις εργασιακές σχέσεις, τη
συνδικαλιστική δράση και τη λειτουργία
των συνδικάτων, με στόχο τη
διασφάλιση του δικαιώματος στην εργασία,
την προώθηση εποικοδομητικών σχέσεων
μεταξύ των δύο μερών και να αποφευχθεί
η αδικαιολόγητη διακοπή της λειτουργίας
των επιχειρήσεων, διαμορφώνοντας έτσι
ένα ισχυρότερο πλαίσιο που ευνοεί την
αύξηση της απασχόλησης και των επενδύσεων
στην Ελλάδα. Το πρώτο βήμα είναι
μια αναθεώρηση του υφιστάμενου
πλαισίου στην Ελλάδα, κατά τις βέλτιστες
πρακτικές, τον Ιούνη του 2014».
Αξίζει
εδώ να υπενθυμίσουμε ότι αυτή η 4η Εκθεση
Αξιολόγησης είναι εξόχως αποκαλυπτική
για τους πραγματικούς στόχους των
πολιτικών που έχουν χαραχθεί στο πλαίσιο
της Ευρωπαϊκή Ενωσης. Σημειώνεται
μεταξύ άλλων:
«Το
κόστος εργασίας έχει πέσει δραματικά στη
βάση της αυξανόμενης ευελιξίας στη
διαμόρφωση των μισθών, οδηγώντας
σε μια αξιοσημείωτη ανάκαμψη της χαμένης
κατά την προηγούμενη δεκαετία
ανταγωνιστικότητας. Ταυτόχρονα,
η πολυμορφία των εργασιακών σχέσεων
δίνει τη δυνατότητα να αποφευχθεί η
ακόμα μεγαλύτερη απώλεια θέσεων
εργασίας». Πρόκειται για κυνική
ομολογία ότι η μείωση των μισθών, η
γενίκευση των ελαστικών μορφών εργασίας
είναι προαπαιτούμενα για να βελτιωθεί
η ανταγωνιστικότητα των επιχειρηματικών
ομίλων.
«...Οι
τελευταίες μεταρρυθμίσεις στην αγορά
εργασίας εστιάζουν (...) στην
εξάλειψη των αντικινήτρων στις επενδύσεις
(δυσκαμψία στην αναδιάρθρωση των
επιχειρήσεων και στους κανόνες που
διέπουν τις ομαδικές απολύσεις), καθώς
και στη διευκόλυνση της προσωρινής
απασχόλησης». Τα εργασιακά δικαιώματα
θεωρούνται βαρίδια για τους εργοδότες
και οι όποιοι περιορισμοί στις ομαδικές
απολύσεις ή στο δουλεμπόριο αποτελούν
«αντικίνητρα» για επενδύσεις.
«Βέλτιστες
πρακτικές» ίσον εργασιακός μεσαίωνας
Ακριβώς
επειδή οι πολιτικές αυτές δεν αφορούν
μόνο την Ελλάδα αλλά το σύνολο των χωρών
- μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, παντού
συναντάμε συνθήκες που παραπέμπουν σε
εργασιακό μεσαίωνα. Είναι αυτές οι
συνθήκες που κατ' ευφημισμό αποκαλούνται
«βέλτιστες πρακτικές». Στη συνέχεια
παρουσιάζουμε πτυχές αυτής της
βαρβαρότητας που επικρατεί στη Γερμανία,
τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Στη Γερμανία,
την αποκαλούμενη «ατμομηχανή» της ΕΕ
(και άρα το παράδειγμα ανάπτυξης για
τις άλλες χώρες), η πλήρης απασχόληση
μειώνεται διαρκώς δίνοντας τη θέση στις
ελαστικές σχέσεις εργασίας. Οι
θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης
το 1997 ανέρχονταν στο 82,5% του συνόλου των
θέσεων εργασίας και σήμερα έχουν πέσει
στο 57%. Κατά την ίδια περίοδο αυξήθηκαν
οι νέες μορφές απασχόλησης (συμβάσεις
ορισμένου χρόνου, μερική απασχόληση,
προσωρινή εργασία κ.ά.) φθάνοντας στο
43% σήμερα από 17,5% που ήταν το 1997.
Διαδεδομένη
μορφή ελαστικής απασχόλησης αποτελούν
οι λεγόμενες «mini jobs» ή «οριακή
απασχόληση» που αμείβονται έως 450
ευρώ/μήνα. Με αυτή τη μορφή απασχολούνται
περίπου επτά εκατομμύρια άνθρωποι
κυρίως στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο,
τη συντήρηση και επισκευή μηχανοκίνητων
οχημάτων και μοτοσυκλετών, ξενοδοχεία
και υπηρεσίες εστίασης, την υγειονομική
περίθαλψη και την κοινωνική μέριμνα.
Μια
ακόμη διαδεδομένη μορφή εκμετάλλευσης
της εργατικής δύναμης, είναι η
εργασία μετά από κλήση - τηλεφώνημα (Arbeit
auf Abfuf). Ο εργαζόμενος δεν ξέρει πότε και
για πόση ώρα θα εργαστεί και δεν έχει
κανένα εργασιακό και κοινωνικό δικαίωμα
(Υγεία, Ασφάλιση). Οι μηνιαίες απολαβές
κυμαίνονται από 100 έως 300 ευρώ. Η πλειονότητά
τους έχει μηνιαίες απολαβές περίπου
150 ευρώ, τις οποίες συμπληρώνει το κράτος
με κάποιο επίδομα ανεργίας.
Σχετικά
με την εργασία τις Κυριακές υποτίθεται
ότι οι εργαζόμενοι δεν είναι συνήθως
υποχρεωμένοι να δουλεύουν, αλλά υπάρχουν
εξαιρέσεις για ένα μεγάλο αριθμό
δραστηριοτήτων.
Το επίδομα
Χριστουγέννων λαμβάνει μόνο το 55% των
εργαζομένων με μεγάλες διαφοροποιήσεις
ως προς το ύψος του από κλάδο σε κλάδο.
Για παράδειγμα ένας εργαζόμενος στις
τράπεζες παίρνει ως επίδομα Χριστουγέννων
το 100% του μισθού του, ενώ ένας εργαζόμενος
στη μεταλλουργία παίρνει από 25 έως 55%.
Η
έννοια του κατώτατου μισθού δεν
υπάρχει, ενώ από φέτος υποτίθεται
ότι ισχύει το κατώτατο ωρομίσθιο, των
8,50 ευρώ ανά ώρα, όχι όμως για όλους. Από
αυτό εξαιρούνται οι νέοι κάτω από 18
ετών, οι εκπαιδευόμενοι, οι μακροχρόνια
άνεργοι κατά τους πρώτους έξι μήνες
μετά την πρόσληψή τους, όσοι κάνουν
πρακτική έως τρεις μήνες. Εξαιρούνται
ακόμα κλάδοι, στους οποίους οι συλλογικές
συμβάσεις προβλέπουν κατώτατο ωρομίσθιο
χαμηλότερο από τα 8,50 ευρώ.
Επίσης,
κάνει θραύση η λεγόμενη ενοικιαζόμενη
εργασία, μέσω εργολαβικών και
δουλεμπορικών γραφείων, που είναι ήδη
12.000 σε όλη τη χώρα. Ακόμα επεκτείνεται
και η λεγόμενη δουλειά με το
«μπλοκάκι», υποτίθεται ως
«αυτοαπασχολούμενοι», στην ουσία
απαλλάσσοντας τους εργοδότες από
ασφαλιστικές εισφορές.
Ως
όριο φτώχειας θεωρούνται τα 940 ευρώ το
μήνα, συμπεριλαμβανομένων και των
κοινωνικών επιδομάτων και υπολογίζεται
ότι περισσότερα από 12 εκατομμύρια
Γερμανοί ζουν γύρω ή κάτω από τα όρια
της φτώχειας.
Σχεδόν
μισό εκατομμύριο απόμαχοι της δουλειάς
αναγκάζονται να δουλεύουν, ενώ
μικροσυνταξιούχοι όλο και πιο συχνά
αναγκάζονται να μαζεύουν από τους
δρόμους και τα πάρκα μπουκάλια για να
τα επιστρέψουν στα σημεία συλλογής και
ανακύκλωσης για μερικά ευρώ. Αυξάνονται
οι τράπεζες τροφίμων και τα συσσίτια
για τους εξαθλιωμένους που πληθαίνουν.
Με βάση επίσημα στοιχεία υπολογίζεται
ότι το 2016 οι άστεγοι θα ξεπεράσουν
τους 380.000, ενώ ένα στα πέντε παιδιά στη
Δυτική και ένα στα τέσσερα στην Ανατολική
Γερμανία ζει σε συνθήκες φτώχειας ή
απειλείται άμεσα απ' αυτήν.
Στη Γαλλία,
τη δεύτερη πιο ισχυρή χώρα της ΕΕ, η
σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση κλιμακώνει
την αντεργατική επίθεση.
Προχωρά
στην περικοπή των δημόσιων δαπανών κατά
50 δισ. ευρώ, διευκρινίζοντας πως τα 10
δισ. θα «εξοικονομηθούν» από τις παροχές
ασθενείας του συστήματος Κοινωνικής
Ασφάλειας, τα 10 από τις τοπικές κοινότητες
και τα υπόλοιπα από το κράτος και τις
υπηρεσίες του. Και στη Γαλλία ζητείται
η περαιτέρω διεύρυνση της μερικής
απασχόλησης, των νέων μορφών ενοικίασης
εργαζομένων, ζητήματα που προωθούν σε
όλους τους τομείς (πρόσφατο παράδειγμα
η απελευθέρωση στους σιδηροδρόμους).
Πρόσφατα η κυβέρνηση πέρασε μέτρα για
τη διευκόλυνση των απολύσεων και το
άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές.
Η μερική
απασχόληση φθάνει το 18% ενώ πολύ λιγότερες
από τις μισές προσλήψεις είναι μόνιμες
θέσεις εργασίας. Με πρόσχημα την
αντιμετώπιση της ανεργίας, εφαρμόζονται
μέτρα που επιτρέπουν στους εργοδότες
να απασχολούν μέχρι τρία χρόνια,
με συμβάσεις μαθητείας, νέους16
έως 25 ετών οι οποίοι αμείβονται με μόλις
το 25% έως και το 78% του κατώτατου μισθού!
Ακόμα επιτρέπεται να απασχολούν
μέσω συμβολαίων επαγγελματικής
κατάρτισηςνέους 16 - 25 ετών που δεν
έχουν προσόντα ή και άνω των 25 για έξι
έως 21 μήνες δίνοντάς τους το 55% έως
85% του κατώτατου μισθού.
Στη Βρετανία,
επίσης, η κατάσταση που επικρατεί για
τους εργαζόμενους είναι το ίδιο αρνητική,
χωρίς η χώρα να έχει μνημόνια ή και να
είναι στην Ευρωζώνη. Τα τελευταία χρόνια,
οι επίσημες στατιστικές εμφανίζουν
τους αυτοαπασχολούμενους στα 4,5
εκατομμύρια, αλλά τα 2/3 απ' αυτούς είναι
ουσιαστικά εργαζόμενοι με μπλοκάκι.
Πάνω από 8 εκατομμύρια δουλεύουν
με ελαστικές μορφές απασχόλησης. Τα
τελευταία χρόνια, έχουν αυξηθεί οι
άνεργοι, φτωχοί εργαζόμενοι και
χαμηλοσυνταξιούχοι, που αναγκάζονται
να προστρέχουν στις λεγόμενες τράπεζες
τροφίμων και τα συσσίτια, που έφτασαν
τις 913.000 το 2014.
Σύνηθες
φαινόμενο αποτελούν οι λεγόμενες συμβάσεις
«μηδενικών ωρών» (zero hour contracts) στις
οποίες δεν καθορίζεται το ωράριο
εργασίας! Η εργασία δίνεται όποτε
αυτό απαιτείται από τις ανάγκες της
επιχείρησης και οι εργαζόμενοι πληρώνονται
μόνο για τις ώρες που εργάστηκαν. Με
άλλα λόγια οι εργαζόμενοι είναι ανά
πάσα στιγμή διαθέσιμοι στον εργοδότη,
δεν ξέρουν ούτε πότε ούτε πόσες ώρες θα
δουλέψουν και αμείβονται με ψίχουλα.
Στην πράξη πρόκειται για ανθρώπους που
το σύνολο της ζωής τους εξαρτάται απόλυτα
και ευθέως από τις ανάγκες του κεφαλαίου.
Οι
συμβάσεις μηδενικών ωρών τριπλασιάστηκαν
το 2014 και ανέρχονται στα 1,4 εκατομμύρια,
ενώ τα συνδικάτα εκτιμούν ότι αφορούν
σε 5 εκατομμύρια εργαζόμενους.Η
συντριπτική πλειοψηφία των κακοπληρωμένων
συμβασιούχων είναι γυναίκες, νέοι και
συνταξιούχοι. Ετσι δουλεύουν οι
εργαζόμενοι στις αλυσίδες λιανικής
πώλησης και ταχυφαγείων.
Εδώ
αξίζει να σημειωθεί ότι αυτού τους
είδους η μορφή εργασίας απαντάται και
σε άλλες χώρες, όπως στην Ιρλανδία, την
Ολλανδία και όπως ήδη είπαμε στη Γερμανία
με διαφορετικά ονόματα. Ετσι, ανάλογα
με τα zero hours contracts είναι τα low hour contracts, τα
on call contracts κ.ά.