Articles by "ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ"

Α ΑΔΕΙΑ ΑΔΕΙΑ ΑΙΜΟΚΑΘΑΡΣΗΣ ΑΔΕΙΑ ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΑΔΕΙΑ ΑΝΕΥ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΑΔΕΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΥΓΓΕΝΟΥΣ ΑΔΕΙΑ ΜΟΝΟΓΟΝΕΪΚΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΑΔΕΙΑ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΑΔΕΙΑ ΩΡΟΜΙΣΘΙΩΝ ΑΔΕΙΑ AIDS ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΝΑΠΑΥΣΗ ΑΝΕΡΓΙΑ ΑΝΗΛΙΚΟΙ ΑΠΕΡΓΙΑ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΑΠΟΛΥΣΗ ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ ΑΡΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΑΥΤΑΣΦΑΛΙΣΗ ΑΦΙΣΑ ΒΙΒΛΙΟ ΑΔΕΙΩΝ ΒΙΝΤΕΟ ΒΛΑΠΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ Γ ΓΑΜΟΣ ΓΑΜΟΣ ΑΔΕΙΑ ΓΑΜΟΣ ΕΠΙΔΟΜΑ ΓΕΝΗΣΗ ΓΕΝΗΣΗ ΑΔΕΙΑ ΓΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ ΔΩΡΟ ΔΩΡΟ ΠΑΣΧΑ ΔΩΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΔΩΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΩΝ Ε.Γ.Σ.Σ.Ε ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΙΔΙΚΗ ΓΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΕΚΛΟΓΕΣ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΔΕΙΑΣ ΕΠΙΔΟΜΑ ΟΑΕΔ ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΛΑΜΙΑΣ ΕΡΓΟΣΗΜΟ ΙΚΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΛΑΡΚΟ ΜΕΡΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ ΟΑΕΔ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΑ ΣΩΜΑΤΕΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ ΠΑΜΕ ΣΠΟΥΔΑΣΤΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΔΕΙΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΙ ΣΩΜΑΤΕΙΑ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ ΤΟΠΙΚΑ ΝΕΑ ΥΓΙΕΙΝΗ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΧΙΟΥΜΟΡΙΣΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ONLINE
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η άδεια άνευ αποδοχών δεν προβλέπεται από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας αλλά στηρίζεται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων σύμφωνα με το άρθρο 361 ΑΚ.
Η χορήγηση αδείας άνευ αποδοχών γίνεται έπειτα από συμφωνία των μερών εργοδότη – εργαζόμενου. Η άδεια αυτή αποτελεί συμβατική αναστολή της εργασιακής σύμβασης, κατά τη διάρκεια της οποίας ούτε ο μισθωτός παρέχει υπηρεσίες, ούτε ο εργοδότης καταβάλλει αποδοχές ούτε ασφαλιστικές εισφορές. Μετά τη λήξη της αδείας, ο εργαζόμενος υποχρεώνεται να προσφέρει και πάλι τις υπηρεσίες του, ο δε εργοδότης να τις αποδεχτεί. Σε περίπτωση σύμβασης ορισμένου χρόνου η χορήγηση της άδειας αυτής μπορεί να θεωρηθεί ότι επιφέρει αναστολή λήξης της σύμβασης για ίσο χρόνο προς το χρονικό διάστημα της άδειας.
Κατά συνέπεια η άδεια αυτή δεν είναι δυνατόν να χορηγηθεί υποχρεωτικά από τον εργοδότη (ΑΠ751/1987) και η μονομερής χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών ισοδυναμεί με άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών του μισθωτού με αποτέλεσμα την υπερημερία του εργοδότη.
Δεν υπάρχει διάταξη που να καθορίζει τον αριθμό των ημερών αδείας άνευ αποδοχών, ενώ δεν υπάρχουν ιδιαίτερες διατυπώσεις για την χορήγηση της άδειας αυτής, αλλά θα πρέπει να αποδεικνύεται με στοιχεία όπως αίτηση εργαζομένων, έγκριση του εργοδότη ή έγγραφη συμφωνία για τη χορήγηση της άδειας κ.λ.π.
Η μη καταβολή των αποδοχών στον εργαζόμενο κατά τη διάρκεια της άδειας αυτής, προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου του 648 ΑΚ σύμφωνα με την οποία ο μισθός αντιστοιχεί σε πραγματική εργασία.
Δεδομένου ότι η άδεια άνευ αποδοχών αποτελεί αναστολή της εργασιακής σχέσης, καθώς ο εργασιακός δεσμός μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου δεν διακόπτεται(σχέση εργασίας ενεργή), ο χρόνος άδειας άνευ αποδοχών θεωρείται ως χρόνος υπηρεσίας και συνεπώς υπολογίζεται για τον καθορισμό των δικαιωμάτων του μισθωτού που σχετίζονται με την προϋπηρεσία , καθώς και το ποσό της αποζημίωσης λόγω απόλυσης((ΑΠ1534/1986, ΑΠ751/1987).
Κατά τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, είθισται ο εργοδότης να γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές υπηρεσίες (ΣΕΠΕ, ΙΚΑ κ.λ.π) την χορήγηση-συμφωνία της άδειας άνευ αποδοχών, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα , και αυτό για να διευκολυνθεί ο ουσιαστικός έλεγχος των οργάνων των υπηρεσιών.
Η ενημέρωση αυτή δεν προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία, αντικειμενικό σκοπό έχει τον αποτελεσματικότερο, συνεπή και αδιάβλητο έλεγχο σχετικά με την εφαρμογή της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας.
Όσο αφορά το ΣΕΠΕ, κατά τους ελέγχους που διενεργεί και την έρευνα που διεξάγει προς διαπίστωση της τήρησης και εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας λαμβάνει υπόψη και κάθε είδους έγγραφα και στοιχεία που τηρεί η επιχείρηση σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν.3996/2011.
Για το ζήτημα αν ο μισθωτός που έλαβε άδεια άνευ αποδοχών δικαιούται να λάβει και κανονική άδεια σημειώνουμε ότι, κατά την κρατούσα άποψη, οι μισθωτοί που έλαβαν άδεια άνευ αποδοχών, δικαιούνται να λάβουν και κανονική άδεια- Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ 557/63, με την οποία συμφωνεί και το Υπ. Εργασίας με το αριθ.1332/86 έγγραφό του.
Αυτό προκύπτει από τις διατάξεις του Α.Ν 539/45 και τον σκοπό που αποβλέπουν οι διατάξεις περί άδειας αναψυχής των μισθωτών, που είναι η ανάπαυση του μισθωτού με αυξημένα οικονομικά μέσα(αποδοχές και επίδομα αδείας προς αναπλήρωση των σωματικών και πνευματικών του δυνάμεων που απώλεσε κατά την εργασία του.
Εν προκειμένω με την συμφωνία χορήγησης άδειας άνευ αποδοχών, τεκμηριώνεται η θέληση του εργοδότη να αναγνωρίσει τον χρόνο της άδειας χωρίς αποδοχές ως χρόνο πραγματικής υπηρεσίας του μισθωτού ενώ ο μισθωτός που έλαβε άδεια άνευ αποδοχών είναι δυνατό να έχει αναλώσει περισσότερες πνευματικές ή ψυχικές δυνάμεις κατά τον χρόνο αυτής, και συνεπώς επανερχόμενος από την άδεια αυτή δικαιούται τόσο την κανονική άδεια με αποδοχές, όσο και το επίδομα αδείας.
Εξάλλου κατά ρητή πρόβλεψη της παρ.6 του άρθρου 2 του Α.Ν 539/1945, για τον υπολογισμό του χρόνου απασχολήσεως για την λήψη της κανονικής άδειας, τα διαστήματα κατά τα οποία ο μισθωτός απείχε από την εργασία του, δεν συμψηφίζονται με τις ημέρες αδείας που αυτός δικαιούται. Στην άδεια άνευ αποδοχών, η σχέση εργασίας διατηρείται ενεργή, ενώ η αποχή του μισθωτού είναι αποτέλεσμα της συμφωνίας του, με τον εργοδότη.
Το άρθρο 4 του Α.Ν 539/1945, ορίζει ότι η χρονική περίοδος χορηγήσεως της άδειας αναψυχής των μισθωτών, κανονίζεται μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, ενώ ο εργοδότης υποχρεούται την χορήγηση αδείας εντός διμήνου από τη διατύπωσης της σχετικής αίτησης του μισθωτού. Επίσης σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.4093/2012, μπορεί να κατατμηθεί η κανονική άδεια πολλές φορές, κατόπιν αίτησης του μισθωτού.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άδεια ή να συμψηφισθεί με τις ημέρες κανονικής άδειας, η για οποιοδήποτε λόγο υποχρεωτική χορήγηση μιας ή περισσοτέρων ημερών αναπαύσεως από τον εργοδότη στον μισθωτό, μετά από απόφαση του εργοδότη. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτός θα λάβει τις αποδοχές του, όχι βάσει των διατάξεων του Α.Ν 539/1945, δηλαδή όχι ως αποδοχές αδείας, αλλά βάσει των διατάξεων περί υπερημερίας εργοδότη .
Οι ανωτέρω ημέρες αναπαύσεως δεν μπορεί να συμψηφισθούν με τις ημέρες αδείας του μισθωτού, η χορήγησή τους δηλαδή δεν έχει ως συνέπεια τη μείωση των ημερών αδείας αυτού. Υπενθυμίζουμε την υποχρέωση του εργοδότη, για τήρηση στο αρχείο του και επίδειξή τους στα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, των αιτήσεων των μισθωτών για χορήγηση ημερών κανονικής άδειας (επί πενταετία).
Ωστόσο σε κάθε περίπτωση, η άδεια πρέπει να χορηγηθεί στον μισθωτό πρίν τη λήξη του ημερολογιακού έτους, έστω και αν δεν ζητήθηκε από τον μισθωτό.
Συμπερασματικά θα τονίζαμε ότι η μονομερής χορήγηση των αδειών αναψυχής καθώς και της άνευ αποδοχών δεν επιτρέπεται, ενώ δύναται η δυνατότητα τα ζητήματα των αδειών αυτών να καθορίζονται με ατομική σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 361ΑΚ (ελευθερία συμβάσεων) και εντός του πλαισίου του Νόμου.

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Όλοι οι εργαζόμενοι, με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, ανεξάρτητα της, ειδικότητας και του τρόπου αμοιβής τους ή της νομικής μορφής του εργοδότη, δικαιούνται ετήσια κανονική άδεια με πλήρεις αποδοχές και επίδομα άδειας. Οι διατάξεις περί χορήγησης ετήσιας άδειας είναι δημόσιας τάξης με την έννοια ότι κάθε συμφωνία μεταξύ των μερών που είναι αντίθετη προς αυτές είναι άκυρη. Αν όμως από Σ.Σ.Ε., Δ.Α., Κανονισμό Εργασίας ή ατομική σύμβαση προβλέπονται ευνοϊκότεροι όροι από αυτούς του νόμου, τότε για την χορήγηση της ετήσιας άδειας ισχύουν αυτοί οι ευνοϊκότεροι όροι.
Είναι δυνατή η μη χορήγηση άδειας στα παρακάτω πρόσωπα:

Εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις ή εργασίες στις οποίες απασχολούνται μόνο μέλη της οικογένειας του εργοδότη.

Εργαζόμενοι σε γεωργικές, κτηνοτροφικές, δασικές και ναυτιλιακές εργασίες.
Διευθύνοντες υπάλληλοι (πρόσωπα διεύθυνσης, εποπτείας & εμπιστοσύνης).

Σήμερα τα σχετικά με τις άδειες θέματα ρυθμίζονται βασικά από τις διατάξεις του Α.Ν. 539/45 όπως τροποποιήθηκε & συμπληρώθηκε από μεταγενέστερους νόμους (Ν. 1346/1983, Ν. 3144/2003, 3227/2004, 3302/2004) και ισχύει σήμερα.

Με το άρθρο 1 του Ν. 3302/2004 αντικαθίσταται η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/ 1945, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρ. 2 του Ν. 1346/1983 και αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρ. 13 του Ν. 3227/2004 και επαναφέρεται το «ημερολογιακό έτος» ως βάση χορήγησης της ετήσιας άδειας με αποδοχές των εργαζομένων.

Ειδικότερα, προβλέπεται ότι όλοι οι εργαζόμενοι οι οποίοι συνδέονται με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δικαιούνται να λάβουν ετήσια άδεια με αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησής τους σε συγκεκριμένη υπόχρεη επιχείρηση. Η άδεια αυτή χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικώς (ποσοστό) με βάση το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος στον εργοδότη αυτό. Η αναλογία της χορηγούμενης άδειας υπολογίζεται βάσει ετήσιας άδειας 20 εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 24 εργάσιμων ημερών, επί εξαημέρου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 μήνες συνεχή απασχόληση.
ΧΡΟΝΟΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΑΔΕΙΑΣ

Ο χρόνος που ο μισθωτός θα λάβει την άδειά του καθορίζεται με συμφωνία μεταξύ αυτού και του εργοδότη του, με την έναρξη κάθε νέου ημερολογιακού έτους (1η Ιανουαρίου) και μπορεί να την λάβει μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.

Ο εργοδότης υποχρεούται:
    Να χορηγήσει σε όλους τους μισθωτούς της επιχείρησής του την άδεια που δικαιούνται, πριν τη λήξη του ημερολογιακού έτους, έστω και αν αυτοί δεν την ζήτησαν (άρθρο 4 παρ. 1 εδ. 2 όπως ισχύει με την παρ. 15 του άρθρου 3 του Ν. 4504/66).

Να χορηγήσει στο μισό τουλάχιστον προσωπικό του άδειες στο χρονικό διάστημα από 1ης Μαϊου μέχρι 30ης Σεπτεμβρίου κάθε έτους
Να χορηγήσει άδεια σε μισθωτό μέσα σε δύο μήνες από το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτός υπέβαλε έγγραφη αίτηση άδειας.

Η χορήγηση ολόκληρης της άδειας, εντός του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο την δικαιούται ο μισθωτός, είναι υποχρεωτική με ευθύνη του εργοδότη. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρ. 3 του Ν.Δ. 3755/1957, καθώς και τη σχετική νομολογία, σε περίπτωση μη χορήγησης από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσμα, αμέλεια), της άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος εντός του ημερολογιακού έτους, υποχρεούται να καταβάλλει σ' αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας με προσαύξηση 100%.

Η άδεια χορηγείται ολόκληρη. Επιτρέπεται κατ' εξαίρεση, η κατάτμηση του χρόνου αδείας εντός του αυτού ημερολογιακού έτους σε δύο περιόδους, εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και μετά από έγκριση της οικείας Επιθεώρησης Εργασίας. Σε κάθε περίπτωση η πρώτη περίοδος της αδείας δεν μπορεί να περιλαμβάνει λιγότερες των έξι (6) εργασίμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και των πέντε (5) εργασίμων ημερών επί πενθημέρου ή προκειμένου περί ανηλίκων των δώδεκα (12) εργασίμων ημερών. Η κατάτμηση του χρόνου αδείας επιτρέπεται και σε περισσότερες των δύο περιόδων, από τις οποίες η μια πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, επί πενθημέρου, ή προκειμένου περί ανηλίκων δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες, μετά από έγγραφη αίτηση του μισθωτού προς τον εργοδότη. Η αίτηση αυτή για την οποία δεν απαιτείται έγκριση από την αρμόδια υπηρεσία του ΣΕΠΕ, διατηρείται στην επιχείρηση επί πέντε (5) έτη και πρέπει να είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας (άρθρο 6, Ν.3846/2010)
Μετάθεση του χρόνου άδειας σε άλλο ημερολογιακό έτος δεν επιτρέπεται ακόμη και όταν υπάρχει συναίνεση του εργαζόμενου. Απαγορεύεται επίσης ρητά κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου για εγκατάλειψη από τον τελευταίο του δικαιώματος άδειας του.

Ρύθμιση άδειας κατά το 1ο ημερολογιακό έτος

Με τη νέα παρ. 1β του Α.Ν. 539/ 1945, (όπως αντικαταστάθηκε με το Ν. 3302/2004) καθιερώνεται για το πρώτο ημερολογιακό έτος - εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, υποχρέωση του εργοδότη να χορηγεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου αναλογία - ποσοστό των ημερών αδείας που δικαιούται ο μισθωτός, βάσει του χρονικού διαστήματος απασχόλησης στο έτος αυτό. Η αναλογία της άδειας, η οποία υπολογίζεται επί των 20 επί πενθημέρου (1,66 ημέρες άδειας/μήνα εργασίας) και των 24 επί εξαημέρου (2 ημέρες άδειας/μήνα εργασίας) ημερών, θα πρέπει να χορηγείται από τον εργοδότη έως την 31η Δεκεμβρίου του ημερολογιακού έτους πρόσληψης ακόμη και αν δεν έχει ζητηθεί από τους εργαζόμενους.

Ρύθμιση άδειας κατά το 2ο ημερολογιακό έτος

Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τμηματικά την άδειά του, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στο δεύτερο αυτό έτος, στον οικείο εργοδότη. Η αναλογία της άδειας υπολογίζεται εκ νέου, όπως και κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος, με βάση τις 20 ημέρες επί πενθημέρου και τις 24 ημέρες επί εξαημέρου. Κατά τη διάρκεια του έτους αυτού και κατά το χρονικό σημείο συμπληρώσεως 12 μηνών από την ημερομηνία πρόσληψης, η άδεια επαυξάνεται κατά μία εργάσιμη ημέρα. Ως εκ τούτου, η άδεια κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, η οποία θα πρέπει να χορηγηθεί από τον εργοδότη αναλογικώς ή ολόκληρη στο τέλος, έως την 31η Δεκεμβρίου του έτους αυτού, φθάνει στο ύψος των 21 επί πενθημέρου και 25 επί εξαημέρου, εργάσιμων ημερών.

Ρύθμιση άδειας κατά το 3ο και επόμενα ημερολογιακά έτη

Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος, καθώς και τα επόμενα, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την ετήσια άδειά του και σε κάθε χρονικό σημείο του έτους αυτού. Η άδεια αυτή, θα φθάσει τις 22 ημέρες επί πενθημέρου και τις 26 επί εξαημέρου, εάν έχουν συμπληρωθεί 2 έτη απασχόλησης εντός του τρίτου αυτού ημερολογιακού έτους.

ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΔΕΙΑΣ
Κάθε εργαζόμενος μαζί με την άδεια δικαιούται αποδοχές αδείας καθώς και επίδομα αδείας (άρ. 3, παρ. 16 Ν. 4504/1966). Το δικαίωμα λήψης επιδόματος αδείας, αποτελεί επακόλουθο του δικαιώματος λήψης κανονικής αδείας και υπολογίζεται όπως και οι αποδοχές αδείας - είναι δηλαδή ίσες προς το σύνολο των αποδοχών αδείας με τον περιορισμό ότι δεν δύναται να υπερβεί για όσους μεν αμείβονται με μισθό, το μισό μισθό, για όσους δε αμείβονται με ημερομίσθιο τα 13 ημερομίσθια. Το επίδομα άδειας υπολογίζεται βάσει των καταβαλλομένων αποδοχών ανάλογα όπως και οι αποδοχές άδειας, θεωρείται δε μέρος των τακτικών αποδοχών του μισθωτού και συμπεριλαμβάνεται στον υπολογισμό των επιδομάτων Εορτών καθώς και της αποζημίωσης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Οι αποδοχές και το επίδομα άδειας προκαταβάλλονται στον δικαιούχο μισθωτό κατά την ημέρα λήψης της άδειας.
ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ

Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας μισθωτού με οποιονδήποτε τρόπο πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί άδεια (άρ. 1, παρ. 3 του Ν. 1346/1983. Εφ' όσον λοιπόν κατά το χρονικό σημείο της λύσεως της σχέσης εργασίας δεν έχει εξαντληθεί το δικαίωμα της άδειας, προκύπτουν οι εξής περιπτώσεις:
α. Κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος (εντός του οποίου προσελήφθη) ο μισθωτός δικαιούται να λάβει αποδοχές αδείας ίσες με 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης. Επίσης, δικαιούται 2 ημερομίσθια ανά μήνα, ως επίδομα αδείας, με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων, ανάλογα εάν αμείβονται με μισθό, ή ημερομίσθιο.

β. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται επίσης 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης και άλλα 2 ημερομίσθια ανά μήνα ως επίδομα αδείας με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων.
γ. Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος και για τα επόμενα οφείλονται αποδοχές πλήρους άδειας και επιδόματος αδείας.
ΠΡΟΣΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΛΟΓΩ ΠΡΟΫΠΗΡΕΣΙΑΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΓΣΣΕ 2000-2001 από 1/1/2000 εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει υπηρεσία 10 ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία 12 ετών σε οποιοδήποτε εργοδότη, δικαιούνται άδεια 30 εργάσιμων ημερών, αν εφαρμόζεται σύστημα εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ή 25 εργασίμων ημερών, αν εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Όσοι έχουν συμπληρώσει 25 χρόνια υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας δικαιούνται 26 εργάσιμες ημέρες επί 5/μερου και 30 εργάσιμες ημέρες άδεια επί 6/μερου. (ΕΓΣΣΕ 2008 – 2009)
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
Στον υπολογισμό των ημερών άδειας περιλαμβάνονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες κατά τις οποίες θα απασχολείτο ο μισθωτός αν προσερχόταν κανονικά στην εργασία του. Δεν υπολογίζονται στις ημέρες άδειας οι Κυριακές, τα Σάββατα (σ' αυτούς που εργάζονται με το σύστημα 5νθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας), οι αργίες καθώς και οποιαδήποτε άλλη μη εργάσιμη ημέρα του μισθωτού, οι οποίες εμπίπτουν στο χρονικό διάστημα που ο μισθωτός κάνει χρήση της άδειας του.
Στον υπολογισμό των ημερών άδειας δεν μπορούν να συμψηφιστούν ημέρες αποχής του μισθωτού από την εργασία του λόγω βραχείας διάρκειας ασθένειας, στρατεύσεως, απεργίας, ανταπεργίας, ανωτέρας βίας. Επίσης στις ημέρες κανονικής άδειας δεν μπορούν να συμψηφιστούν και οι ημέρες ειδικών αδειών που προβλέπονται για τους μισθωτούς. (Π.χ. άδεια γάμου ή κυήσεως κλπ).
Επίσης σύμφωνα με απόφαση Ευρωπαϊκού δικαστηρίου, εργαζόμενοι που αρρωσταίνουν, ενώ κάνουν χρήση της κανονικής τους άδειας μετ' αποδοχών, μπορούν να διεκδικήσουν το διάστημα της ασθένειας ως κανονική άδεια αργότερα.
Κατά τη διάρκεια της αδείας απαγορεύεται η απόλυση του μισθωτού απ' τον εργοδότη (άρθρο 5 παρ. 6 ΑΝ 539/45). Εν τούτοις, δεν απαγορεύεται η κατά τη διάρκεια της αδείας προειδοποίηση περί της προσεχούς απολύσεώς τους, αρκεί η ημέρα της απολύσεως να εμπίπτει σε χρόνο μετά τη λήξη της αδείας. (Εφ. Λαρίσης 667/96).
Ο μισθωτός που δεν έλαβε την άδειά του από πταίσμα του εργοδότη δικαιούται, ευθύς μόλις λήξει το ημερολογιακό έτος εντός του οποίου έπρεπε να την είχε πάρει, τις αποδοχές της άδειας του αυξημένες κατά 100% (άρθρο 5 παρ. 1 Α.Ν. 539/45). Ο διπλασιασμός των αποδοχών δεν εφαρμόζεται όταν για τη μη χορήγηση της άδειας δεν ευθύνεται κατά οποιοδήποτε τρόπο ο εργοδότης. Δεν αρκεί δηλαδή για το διπλασιασμό η μη χορήγηση άδειας αλλά απαιτείται να υπάρχει και πταίσμα του εργοδότη. Το επίδομα άδειας δεν διπλασιάζεται γιατί ο νόμος αναφέρεται αποκλειστικά στις αποδοχές άδειας.
ΒΙΒΛΙΟ ΑΔΕΙΩΝ
Με βάση το άρθρο 4 παρ. 3 Α.Ν. 539/45 η τήρηση Ειδικού Βιβλίου Αδειών από τον εργοδότη, είναι υποχρεωτική. Θεώρηση του βιβλίου από κάποια αρχή δεν χρειάζεται.
Στο Βιβλίο Αδειών που πρέπει να είναι κατάλληλα γραμμογραφημένο, καταχωρούνται τουλάχιστον:
α) Η ημερομηνία εισόδου στην υπηρεσία κάθε απασχολούμενου και η χρονική διάρκεια άδειας που αυτός δικαιούται.
β) οι ημερομηνίες στις οποίες χορηγήθηκε σε κάθε απασχολούμενο η άδεια και
γ) οι αποδοχές που κατεβλήθησαν σε κάθε μισθωτό για το χρόνο της άδειας που του χορηγήθηκε.
Το Βιβλίο Αδειών πρέπει να τίθεται στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας ή των λοιπών οργάνων που ασκούν την εποπτεία και τον έλεγχο εφαρμογής των περί αδειών διατάξεων.

(ΝΕΟ - 8/4/2014) Ν.4254/2014 ΙΑ 5 παρ. 2. «3α. Κάθε εργοδότης οφείλει να τηρεί ειδικό βιβλίο, το οποίο δύναται να είναι και σε μορφή μηχανογραφημένων σελίδων.
Το ειδικό βιβλίο ή οι μηχανογραφημένες σελίδες πρέπει να φέρουν τα στοιχεία της επιχείρησης, την ένδειξη «Βιβλίο αδειών» και να περιλαμβάνει τις παρακάτω στήλες:
Ονοματεπώνυμο μισθωτών, ημερομηνία πρόσληψης, αριθμός δικαιούμενων ημερών αδείας, χρονολογία έναρξης και λήξης χορηγηθείσας αδείας, αποδοχές αδείας, επίδομα αδείας. Ειδικώς, οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας συμπληρώνονται στο σύνολό τους μέχρι το τέλος του σχετικού ημερολογιακού έτους λήψης της κανονικής άδειας.

Τα ανωτέρω στοιχεία πρέπει να είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε. που ασκούν τον έλεγχο και την εποπτεία της εφαρμογής του παρόντος.
β. Ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιεί ηλεκτρονικά στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής ασφάλισης και Πρόνοιας ΣΕΠΕ−ΟΑΕΔ−ΙΚΑ−ΕΤΑΜ, με την ονομασία «ΕΡΓΑΝΗ», εντός του μηνός Ιανουαρίου, στοιχεία των εργαζομένων που έλαβαν την ετήσια άδεια και το επίδομα αδείας κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.
Σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής επιβάλλονται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, σε βάρος του εργοδότη, κυρώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν. 3996/2011 (Α΄170) όπως ισχύει.
Για να υπολογίσετε άδεια, επίδομα άδειας και αποδοχές μη ληφθείσας άδειας πατήστε ΕΔΩ
Δείτε κι αυτό: Υπολογισμός άδειας σε μικτό σύστημα απασχόλ ησης (πλήρες και εκ περιτροπής)




Κατά τη διάρκεια της άδειας ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει από τον εργοδότη, τις “συνήθεις αποδοχές” που θα εδικαιούτο να λάβει, αν πραγματικά απασχολούνταν στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειας του. Στην έννοια των συνήθων αποδοχών περιλαμβάνεται, ό,τι καταβάλλεται στον εργαζόμενο τακτικά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της εργασίας του, τόσο ο πάγιος μισθός ή το ημερομίσθιο, όσο και κάθε είδους πρόσθετες συμπληρωματικές παροχές, είτε σε χρήμα είτε σε είδος (όπως λ.χ. τροφή, κατοικία, ποσοστά, επιδόματα κλπ).

Εκτός από τις αποδοχές της άδειας ο εργαζόμενος δικαιούται και επίδομα αδείας. Το επίδομα αδείας δεν μπορεί να υπερβεί για όσους αμείβονται με μηναίο μισθό τις αποδοχές ενός 15ημερου και για όσους αμείβονται με ημερομίσθιο τα 13 ημερομίσθια.

Τόσο οι αποδοχές αδείας όσο και το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται στον εργαζόμενο κατά την έναρξη της άδειάς του και δεν συμψηφίζονται με ανώτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές. Οι διατάξεις που αφορούν τόσο την ετήσια άδεια όσο και το επίδομα αδείας είναι δημοσίας τάξης, το οποίο σημαίνει ότι δεν είναι νόμιμη οποιαδήποτε συμφωνία με την οποία περιορίζονται τα δικαιώματα των εργαζομένων, ενώ αντίθετα είναι ισχυρή συμφωνία με την οποία προβλέπονται ευνοϊκότερες για τον εργαζόμενο ρυθμίσεις.

Αν από υπαιτιότητα του εργοδότη δεν χορηγηθεί η άδεια μέχρι το τέλος του ημερολογιακού έτους, ο εργαζόμενος δικαιούται τις αποδοχές άδειας αυξημένες στο 100% (διπλάσιο). Δεν διπλασιάζεται όμως το επίδομα άδειας.



Η κατάτμηση της ετήσιας άδειας επιτρέπεται, πλέον, και σε περισσότερες των δύο περιόδων, από τις οποίες η μια πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον 10 συνεχείς εργάσιμες ημέρες, επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 12 εργάσιμες ημέρες, επί εξαημέρου, ή προκειμένου περί ανηλίκων δώδεκα εργάσιμες ημέρες, μετά από έγγραφη αίτηση του εργαζόμενου προς τον εργοδότη. 
 
 Σε περίπτωση µη χορήγησης από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσµα, αμέλεια), της άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος εντός του ημερολογιακού έτους, υποχρεούται να του καταβάλλει τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας µε προσαύξηση 100%, όχι όμως και του επιδόματος αδείας.  

Να προστεθεί ότι επιτρέπεται πλέον σε τρεις περιπτώσεις η κατάτμηση της άδειας δίχως την έγκριση της επιθεώρησης εργασίας.

Η πρώτη είναι η κατάτμηση σε δύο περιόδους επειδή υπάρχει σοβαρή ή επείγουσα ανάγκη της επιχείρησης.

Η δεύτερη είναι η κατάτμηση σε περισσότερες των δύο περιόδους μετά από έγγραφη αίτηση του εργαζομένου. Δίνεται μάλιστα στον εργοδότη να χορηγήσει με απόφασή του, στο τακτικό προσωπικό, το τμήμα άδειας των 10 ή 12 ημερών, και όχι των υπολοίπων, όποτε αυτός κρίνει. Για τις υπόλοιπες ημέρες αδείας, αν υπάρχει διαφωνία μεταξύ τους για τον χρόνο χορήγησης, αυτή θα επιλυθεί από την οικεία Επιθεώρηση Εργασίας.

Η τρίτη αφορά εργοδότη που απασχολεί τακτικό και εποχικό προσωπικό, όταν υπάρχει σώρευση εργασίας σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο του έτους.

Ένα ζήτημα που συχνά γίνεται σημείο τριβής είναι η κατάτμηση της άδειας. Δηλαδή ο εργοδότης να δίνει υποχρεωτικά άδεια όποτε δεν έχει δουλειά. Αυτό που θα πρέπει εμείς να επιμένουμε, είναι ότι τουλάχιστον η μισή άδεια πρέπει να δίνεται συνεχόμενα. 

Ως βάση χορήγησης της ετήσιας άδειας με αποδοχές των εργαζομένων ορίζεται το ημερολογιακό, ενώ έχει ήδη κατοχυρωθεί το δικαίωμα λήψης αναλογικής άδειας από τον πρώτο μήνα απασχόλησης των εργαζομένων, σύμφωνα με το άρθρο 6 Ν. 3144/2003. 

Ι. Ρύθμιση άδειας κατά το 1ο ημερολογιακό έτος

Για το πρώτο ημερολογιακό έτος, εντός του οποίου προσελήφθη ο εργαζόμενος, υποχρεούται ο εργοδότης να χορηγεί, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, αναλογία – ποσοστό των ημερών αδείας, που δικαιούται ο εργαζόμενος, βάσει του χρονικού διαστήματος απασχόλησης στο έτος αυτό. Η αναλογία της άδειας, θα πρέπει να χορηγείται από τον εργοδότη έως την 31η Δεκεμβρίου του ημερολογιακού έτους πρόσληψης ακόμη και αν δεν έχει ζητηθεί από τον εργαζόμενο.

Ειδικότερα κάθε εργαζόμενος, με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, από την έναρξη της εργασίας του, και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα μηνών συνεχούς απασχόλησης, δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές, κατ΄ αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια επιχείρηση. Η αναλογία της χορηγούμενης αδείας υπολογίζεται βάσει ετήσιας άδειας 20 εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 24 εργάσιμων ημερών, επί εξαημέρου, χωρίς να υπολογίζεται σε αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολείται οι εργαζόμενος λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας.

ΙΙ. Ρύθμιση άδειας κατά το 2ο ημερολογιακό έτος

Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία επίσης αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στον υπόχρεο εργοδότη. Ως εκ τούτου, η άδεια κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, η οποία θα πρέπει να χορηγηθεί από τον εργοδότη αναλογικώς ή ολόκληρη στο τέλος, έως την 31 Δεκεμβρίου του έτους αυτού, φθάνει στο ύψος των 21 εργασίμων ημερών, επί πενθημέρου και 25 εργασίμων ημερών, επί εξαημέρου.

IΙΙ. Ρύθμιση άδειας κατά τα επόμενα ημερολογιακά έτη

Για κάθε ένα από τα επόμενα ημερολογιακά έτη, ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει από την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, πλήρη την κανονική ετήσια άδεια με αποδοχές. Η άδεια αυτή, θα φθάσει τις 22 ημέρες επί πενθημέρου και τις 26 επί εξαημέρου, εάν έχουν συμπληρωθεί 2 έτη απασχόλησης εντός του τρίτου αυτού ημερολογιακού έτους.


Επιπλέον εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει υπηρεσία 10 ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία άνω των 12 ετών σε οποιοδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, δικαιούνται άδεια 25 εργάσιμων ημερών, επί πενθημέρου ή 30 εργάσιμων ημερών επί εξαημέρου. Μετά τη συμπλήρωση 25ετούς προϋπηρεσίας σε οποιοδήποτε εργοδότη, δικαιούνται μια επιπλέον εργάσιμη ημέρα, δηλαδή κατά περίπτωση είτε 26 εργάσιμες ημέρες, είτε 31 εργάσιμες ημέρες.

Author Name

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Από το Blogger.