Κατά
τη διάρκεια της άδειας ο εργαζόμενος
δικαιούται να λάβει από τον εργοδότη,
τις “συνήθεις αποδοχές” που θα εδικαιούτο
να λάβει, αν πραγματικά απασχολούνταν
στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο
χρόνο της άδειας του. Στην έννοια των
συνήθων αποδοχών περιλαμβάνεται, ό,τι
καταβάλλεται στον εργαζόμενο τακτικά
και μόνιμα ως αντάλλαγμα της εργασίας
του, τόσο ο πάγιος μισθός ή το ημερομίσθιο,
όσο και κάθε είδους πρόσθετες
συμπληρωματικές παροχές, είτε σε χρήμα
είτε σε είδος (όπως λ.χ. τροφή, κατοικία,
ποσοστά, επιδόματα κλπ).
Εκτός από τις αποδοχές
της άδειας ο εργαζόμενος δικαιούται
και επίδομα αδείας. Το επίδομα αδείας
δεν μπορεί να υπερβεί για όσους αμείβονται
με μηναίο μισθό τις αποδοχές ενός
15ημερου και για όσους αμείβονται με
ημερομίσθιο τα 13 ημερομίσθια.
Τόσο οι αποδοχές
αδείας όσο και το επίδομα αδείας
προκαταβάλλονται στον εργαζόμενο κατά
την έναρξη της άδειάς του και δεν
συμψηφίζονται με ανώτερες των νομίμων
καταβαλλόμενες αποδοχές. Οι διατάξεις
που αφορούν τόσο την ετήσια άδεια όσο
και το επίδομα αδείας είναι δημοσίας
τάξης, το οποίο σημαίνει ότι δεν είναι
νόμιμη οποιαδήποτε συμφωνία με την
οποία περιορίζονται τα δικαιώματα των
εργαζομένων, ενώ αντίθετα είναι ισχυρή
συμφωνία με την οποία προβλέπονται
ευνοϊκότερες για τον εργαζόμενο
ρυθμίσεις.
Αν από υπαιτιότητα
του εργοδότη δεν χορηγηθεί η άδεια μέχρι
το τέλος του ημερολογιακού έτους, ο
εργαζόμενος δικαιούται τις αποδοχές
άδειας αυξημένες στο 100% (διπλάσιο). Δεν
διπλασιάζεται όμως το επίδομα άδειας.
Δημοσίευση σχολίου