Οι
επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν
οικονομική δυσχέρεια λόγω περιορισμού
των εργασιών τους, έχουν από το νόμο την
ευχέρεια, αντί να απολύσουν τους
εργαζόμενους τους, να θέσουν εγγράφως
αυτούς (ολόκληρο το προσωπικό ή τμήμα
αυτού) σε διαθεσιμότητα, για 3 μήνες το
ανώτερο σε κάθε χρόνο. Το 3μηνο χρονικό
διάστημα της διαθεσιμότητας μπορεί να
είναι είτε συνεχές ή με διακοπές. Στην
περίπτωση αυτή οφείλουν να καταβάλλουν
το 50% του μέσου όρου των αποδοχών των 2
τελευταίων μηνών, υπό καθεστώς πλήρους
απασχόλησης. Όταν ο εργοδότης θέτει
τους εργαζόμενους του σε διαθεσιμότητα,
ο ΟΑΕΔ καταβάλει σε αυτούς που παραμένουν
άνεργοι κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας,
το 10% του μέσου όρου των τακτικών αποδοχών
τους των 2 τελευταίων μηνών, με καθεστώς
πλήρους απασχόλησης.
Σημειώνεται
ότι για την άσκηση του δικαιώματος της
διαθεσιμότητας, ο εργοδότης δεν έχει
υποχρέωση να λάβει προηγουμένως άδεια
ή έγκριση από δημόσια αρχή. Αναγκαίος
όμως τυπικός όρος για το κύρος της
απόφασης του εργοδότη για να θέτει
εργαζόμενο/ους του σε κατάσταση
διαθεσιμότητας είναι η προηγούμενη
διαβούλευσή του με τους νόμιμους
εκπροσώπους των εργαζομένων του,
καθορίζοντας επίσης, τον τρόπο διενέργειας
της διαβούλευσης στην περίπτωση μη
υπάρξεως στην εργοδοτική επιχείρηση
εκπροσώπων των εργαζομένων.
Οι
εργαζόμενοι που τίθενται σε διαθεσιμότητα
πρέπει να προειδοποιούνται εγκαίρως,
ώστε να έχουν τη δυνατότητα να βρουν
αλλού εργασία. Διαφορετικά δικαιούνται
να λάβουν πλήρεις αποδοχές, γιατί δεν
θεωρείται έγκυρη η θέση τους σε
διαθεσιμότητα.
Οι
αποδοχές του χρόνου της διαθεσιμότητας
υπόκεινται σε εισφορές υπέρ του ΙΚΑ
όπως ακριβώς γίνεται και με τις λοιπές
αποδοχές των εργαζομένων. Γιατί ο χρόνος
της διαθεσιμότητας θεωρείται σαν
πραγματική υπηρεσία για την ασφάλιση
στο ΙΚΑ και για τη λήψη αντίστοιχα των
ασφαλιστικών παροχών.
Δημοσίευση σχολίου